fbpx
Skip to main content

Λογιστικός Σύλλογος Αθηνών - LSA.gr

Μείωση βάσης του ΦΠΑ στην περίπτωση ακύρωσης συμβάσεων χρηματοδοτικής μισθώσεως.

Με μια ακόμη υπόθεση σχετική με την μείωση της βάσης του ΦΠΑ στις περιπτώσεις που ο λήπτης των υπηρεσιών ή του αγαθού  δεν πληρώνει ολικά η μερικά τα τιμολόγια στον εκδότη, απασχόλησε το Ευρωπαικό δικαστήριο την περασμένη εβδομάδα.

Η συγκεκριμένη υπόθεση αφορά την άρνηση της φορολογικής αρχής για την διόρθωση των τιμολογίων στην οποία είχε προβεί επιχείρηση προκειμένου να τύχει μειώσεως της βάσεως του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), κατόπιν καταγγελίας διαφόρων συμβάσεων χρηματοδοτικής μισθώσεως λόγω μη εκπληρώσεως από τους μισθωτές των συμβατικών τους υποχρεώσεων.
Ιστορικό δίκης

Η Lombard, ουγγρική εταιρία παρέχουσα χρηματοδοτικές υπηρεσίες, συνήψε τρεις συμβάσεις χρηματοδοτικής μισθώσεως με μεταβίβαση της κυριότητας στη λήξη της οι οποίες αφορούσαν διάφορα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία. Κατά την ημερομηνία παραδόσεως της κατοχής των στοιχείων αυτών, αντιστοίχως τον Απρίλιο του 2006, τον Φεβρουάριο του 2007 και τον Μάιο του 2008, η εταιρία αυτή εξέδωσε στους μισθωτές στο πλαίσιο της χρηματοδοτικής μισθώσεως τιμολόγιο για το σύνολο των μισθωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, επ’ αφορμή δε τούτου γεννήθηκε η υποχρέωσή της προς καταβολή του ΦΠΑ.

Τον Νοέμβριο του 2007, τον Δεκέμβριο του 2008 και τον Νοέμβριο του 2009, η Lombard υπαναχώρησε από τις εν λόγω συμβάσεις χρηματοδοτικής μισθώσεως λόγω μερικής μη καταβολής των οφειλόμενων ποσών και ανέκτησε τα περιουσιακά αυτά στοιχεία. Συνεπεία τούτου, κατά τα έτη 2010 και 2011, η Lombard εξέδωσε διορθωτικά τιμολόγια με τα οποία μείωσε, σε σχέση με τα αρχικά τιμολόγια, τη βάση επιβολής του φόρου και εξέπεσε την εντεύθεν διαφορά του οφειλόμενου ΦΠΑ για τους μήνες Φεβρουάριο, Μάρτιο και Μάιο του 2011.

Στο πλαίσιο ελέγχου των δηλώσεων ΦΠΑ για το χρονικό διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουλίου 2011, η πρωτοβάθμια φορολογική αρχή καταλόγισε διαφορά φόρου εις βάρος της Lombard, επέβαλε πρόστιμο και υπολόγισε τόκους υπερημερίας.

Η φορολογική αρχή, ενώπιον της οποίας προσέφυγε η Lombard, επικύρωσε την απόφαση αυτή, επισημαίνοντας ότι, συμφώνως με τις σχετικές διατάξεις που ισχύουν περί του φόρου προστιθέμενης αξίας, η μείωση της βάσεως επιβολής του φόρου δεν είναι δυνατή παρά μόνον κατόπιν αυτοδιορθώσεως.
Η απαίτηση αυτή είναι σύμφωνη με το άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να καθορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μειώνεται η βάση επιβολής του φόρου. Εν πάση περιπτώσει, η υπαναχώρηση από σύμβαση λόγω μη καταβολής ή υπερήμερης καταβολής θα μπορούσε να θεωρηθεί περίπτωση μη καταβολής κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, της οδηγίας περί ΦΠΑ, το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να αποκλείουν τη μείωση της βάσεως επιβολής του φόρου στην περίπτωση αυτή.
Τα προδικαστικά ερωτήματα που έθεσε το δικαστήριο στο οποίο προσέφυγε η εταιρία.

«1)      Έχει ο όρος “λύση” του άρθρου 90, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ, την έννοια ότι συμπεριλαμβάνει περίπτωση κατά την οποία, στο πλαίσιο συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως με μεταβίβαση της κυριότητας στη λήξη της, ο εκμισθωτής στη χρηματοδοτική μίσθωση δεν μπορεί πλέον να απαιτήσει από τον μισθωτή στη χρηματοδοτική μίσθωση την καταβολή του μισθώματος της χρηματοδοτικής μισθώσεως για τον λόγο ότι ο εκμισθωτής έχει ήδη υπαναχωρήσει από την εν λόγω σύμβαση λόγω μη εκπληρώσεως των συμβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους του μισθωτή;

2)      Στην περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, δύναται ο [εκμισθωτής στη χρηματοδοτική μίσθωση], δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ, να μειώσει τη βάση επιβολής του φόρου, καίτοι ο εθνικός νομοθέτης, κάνοντας χρήση της ευχέρειας που του παρέχει το άρθρο 90, παράγραφος 2, της οδηγίας περί ΦΠΑ, δεν επιτρέπει τη μείωση της βάσεως επιβολής του φόρου σε περίπτωση ολικής ή μερικής μη καταβολής;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν η έννοια «λύση» του άρθρου 90, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ έχει την έννοια ότι καταλαμβάνει την περίπτωση κατά την οποία, στο πλαίσιο συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως με μεταβίβαση της κυριότητας στη λήξη της, ο εκμισθωτής δεν μπορεί πλέον να απαιτήσει από τον μισθωτή την καταβολή του μισθώματος της χρηματοδοτικής μισθώσεως για τον λόγο ότι υπαναχώρησε από τη σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως λόγω μη εκπληρώσεως από τον μισθωτή των συμβατικών του υποχρεώσεων.

Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ προβλέπει ότι η βάση επιβολής του φόρου μειώνεται σε περίπτωση ακυρώσεως, καταγγελίας, λύσεως, ολικής ή μερικής μη καταβολής, ή μειώσεως της τιμής, που επέρχεται μετά την πραγματοποίηση της πράξεως.
Όπως συνάγεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, στις περιπτώσεις που προβλέπει, το άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβαίνουν σε μείωση της βάσεως επιβολής του φόρου και, ως εκ τούτου, του ποσού του ΦΠΑ που οφείλει ο υποκείμενος στον φόρο οσάκις, μετά τη σύναψη της οικείας συμβάσεως, ο υποκείμενος στον φόρο δεν λαμβάνει την αντιπαροχή ή ένα μέρος της. Η διάταξη αυτή συνιστά την έκφραση μιας θεμελιώδους αρχής της οδηγίας περί ΦΠΑ κατά την οποία η βάση επιβολής του φόρου συνίσταται στην πράγματι λαμβανόμενη αντιπαροχή, συνέπεια δε της αρχής αυτής είναι ότι η φορολογική αρχή δεν μπορεί να εισπράττει ως φόρο προστιθέμενης αξίας ποσό υψηλότερο αυτού που εισέπραξε ο υποκείμενος στον φόρο .

Ωστόσο, η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου 90 επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τον ανωτέρω κανόνα σε περίπτωση ολικής ή μερικής μη καταβολής του τιμήματος που έχει οριστεί για τη συγκεκριμένη πράξη.

Ο λόγος για τον οποίο προβλέφθηκε αυτή η ευχέρεια παρεκκλίσεως, η οποία ισχύει αυστηρώς μόνο στην περίπτωση της ολικής ή μερικής μη καταβολής του τιμήματος, είναι ότι η μη καταβολή της αντιπαροχής ενδέχεται, υπό ορισμένες περιστάσεις και λόγω της κρατούσας εντός του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους νομικής καταστάσεως, να είναι δύσκολο να εξακριβωθεί ή να είναι μόνον προσωρινή .

Πράγματι, εν αντιθέσει προς τη λύση ή την ακύρωση της συμβάσεως, η κατάσταση της μη καταβολής του τιμήματος της πωλήσεως δεν επαναφέρει τα συμβαλλόμενα μέρη στην αρχική τους κατάσταση. Εάν η ολική ή μερική μη καταβολή του τιμήματος της πωλήσεως δεν αποτελεί συνέπεια λύσεως ή ακυρώσεως της συμβάσεως, ο αγοραστής εξακολουθεί να οφείλει το συμφωνηθέν τίμημα και ο πωλητής, μολονότι δεν έχει πλέον την κυριότητα του αγαθού, εξακολουθεί κατ’ αρχήν να έχει την απαίτηση καταβολής του τιμήματος, της οποίας την ικανοποίηση μπορεί να επιδιώξει δικαστικώς. Εφόσον, όμως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να καταστεί οριστικά αδύνατη η ικανοποίηση της απαιτήσεως αυτής, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να παράσχει σε κάθε κράτος μέλος τη δυνατότητα να αποφασίσει αν η μη καταβολή του τιμήματος πωλήσεως παρέχει δικαίωμα για ανάλογη μείωση της βάσεως επιβολής του φόρου υπό τις προϋποθέσεις που θέτει το κράτος αυτό ή αν στην περίπτωση αυτή τέτοια μείωση δεν γίνεται δεκτή.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι χαρακτηριστικό της μη καταβολής είναι η αβεβαιότητα η οποία αποτελεί εγγενές στοιχείο της μη οριστικής φύσεώς της.

Αντιθέτως, οι όροι «ακύρωση», «καταγγελία» και «λύση» που περιέχονται στο άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ αφορούν καταστάσεις στις οποίες, κατόπιν είτε ακυρώσεως, που ενεργεί αναδρομικά, είτε καταγγελίας, που ενεργεί μόνον για το μέλλον, η υποχρέωση του οφειλέτη να εξοφλήσει την οφειλή του είτε αποσβέννυται πλήρως είτε παγιώνεται σε ποσό συγκεκριμένου ύψους, με τις εντεύθεν συνέπειες για τον πιστωτή.

Συναφώς, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως συνάγεται ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως με μεταβίβαση της κυριότητας στη λήξη της έπαυσε οριστικώς να παράγει αποτελέσματα κατόπιν υπαναχωρήσεως ενός συμβαλλομένου από τη σύμβαση αυτή. Ως εκ τούτου, τα εκμισθωθέντα αγαθά ανελήφθησαν από τον εκμισθωτή ο οποίος δεν μπορούσε πλέον να αξιώσει την καταβολή του μισθώματος από τον μισθωτή, αυτός δε ο τελευταίος δεν απέκτησε την κυριότητα των αγαθών αυτών.

Στον βαθμό που μια τέτοια κατάσταση χαρακτηρίζεται από την οριστική μείωση της αρχικώς οφειλόμενης αντιπαροχής από συμβαλλόμενο στη σύμβαση μέρος, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «μη καταβολή» κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, της οδηγίας περί ΦΠΑ, αλλά συνιστά ακύρωση, καταγγελία ή λύση κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.


 Επί του δευτέρου ερωτήματος

Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν, στην περίπτωση που μια σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως έπαυσε οριστικώς να παράγει αποτελέσματα συνεπεία υπαναχωρήσεως λόγω της μη καταβολής των ληξιπρόθεσμων οφειλών εκ μέρους του μισθωτή, ο εκμισθωτής μπορεί να επικαλεσθεί το άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ έναντι κράτους μέλους προκειμένου να τύχει της μειώσεως της βάσεως επιβολής του ΦΠΑ, μολονότι η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, αφενός, χαρακτηρίζει μια τέτοια περίπτωση ως «μη καταβολή» κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού και, αφετέρου, δεν επιτρέπει τη μείωση της βάσεως επιβολής του φόρου σε περίπτωση μη καταβολής.

Εν προκειμένω, το άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ προβλέπει ότι, στις περιπτώσεις που αυτό αφορά, η βάση επιβολής του φόρου μειώνεται ανάλογα, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

Η διάταξη αυτή παρέχει μεν στα κράτη μέλη ορισμένη διακριτική ευχέρεια κατά την κατάρτιση των μέτρων για τον καθορισμό του ποσού της μειώσεως, πλην όμως το στοιχείο αυτό δεν επηρεάζει το γεγονός ότι η υποχρέωση αναγνωρίσεως του δικαιώματος για μείωση της βάσεως επιβολής είναι επακριβώς καθορισμένη και ανεπιφύλακτη στις περιπτώσεις που προβλέπει το εν λόγω άρθρο.

Η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου 90 επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τον ανωτέρω κανόνα σε περίπτωση ολικής ή μερικής μη καταβολής του τιμήματος που έχει οριστεί για την πράξη. Επομένως, οι υποκείμενοι στον φόρο δεν μπορούν, στηριζόμενοι στο άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ, να προβάλουν αξίωση για μείωση της βάσεως επιβολής του ΦΠΑ σε περίπτωση μη καταβολής του τιμήματος αυτού αν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει επιλέξει να εφαρμόσει την παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 90, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

Εντούτοις, μια πράξη υπαναχωρήσεως με την οποία ένας συμβαλλόμενος στο πλαίσιο συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως με μεταβίβαση της κυριότητας στη λήξη της προέβη σε οριστική λύση της συμβάσεως αυτής συνεπάγεται την οριστική μείωση του αρχικώς οφειλόμενου από τον μισθωτή ποσού. Μια τέτοια πράξη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «μη καταβολή» κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, της οδηγίας περί ΦΠΑ, αλλά συνιστά ακύρωση, καταγγελία ή λύση κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.
Δεδομένου ότι οι διατάξεις του άρθρου 90, παράγραφος 1, και του άρθρου 273 της οδηγίας περί ΦΠΑ, εκτός των ορίων που καθορίζουν, δεν προσδιορίζουν ούτε τις προϋποθέσεις ούτε τις υποχρεώσεις τις οποίες μπορούν να επιβάλλουν τα κράτη μέλη, διαπιστώνεται ότι οι διατάξεις αυτές παρέχουν στα κράτη μέλη ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως, όσον αφορά ιδίως τις διατυπώσεις που οφείλουν να εκπληρώνουν οι υποκείμενοι στον φόρο ενώπιον των φορολογικών αρχών των εν λόγω κρατών, προκειμένου να επιτύχουν μείωση της βάσεως επιβολής του φόρου.

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, πάντως, ότι τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή της φοροδιαφυγής ή της φοροαποφυγής δεν μπορούν καταρχήν να εισάγουν παρέκκλιση από την τήρηση των κανόνων που διέπουν τη βάση επιβολής του φόρου παρά μόνον στον βαθμό που αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του συγκεκριμένου αυτού σκοπού. Ειδικότερα, τα μέτρα αυτά πρέπει να θίγουν όσο το δυνατό λιγότερο τους σκοπούς και τις αρχές της οδηγίας περί ΦΠΑ και, επομένως, δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται κατά τρόπον ώστε να διακυβεύεται η ουδετερότητα του ΦΠΑ.

Επομένως, οι διατυπώσεις που οφείλουν να εκπληρώνουν οι υποκείμενοι στον φόρο για να ασκούν ενώπιον των φορολογικών αρχών το δικαίωμα μειώσεως της βάσεως επιβολής του ΦΠΑ πρέπει να συνίστανται μόνο στις διατυπώσεις χάρη στις οποίες αποδεικνύεται ότι, μετά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, η αντιπαροχή ή ένα μέρος της οριστικά δεν πρόκειται να καταβληθεί.

Οι τελικές αποφάσεις του Δικαστηρίου

1)      Οι έννοιες της «ακυρώσεως», της «καταγγελίας» και της «λύσεως» του άρθρου 90, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, πρέπει να ερμηνεύονται ως καταλαμβάνουσες την περίπτωση κατά την οποία, στο πλαίσιο συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως με μεταβίβαση της κυριότητας στη λήξη της, ο εκμισθωτής δεν μπορεί πλέον να αξιώσει την καταβολή του μισθώματος από τον μισθωτή εκ του λόγου ότι υπαναχώρησε από τη σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως λόγω μη εκπληρώσεως από τον μισθωτή των συμβατικών του υποχρεώσεων.

2)      Στην περίπτωση που σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως έπαυσε οριστικώς να παράγει αποτελέσματα συνεπεία υπαναχωρήσεως λόγω μη καταβολής των ληξιπρόθεσμων οφειλών εκ μέρους του μισθωτή, ο εκμισθωτής μπορεί να επικαλεσθεί το άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112 έναντι κράτους μέλους προκειμένου να τύχει της μειώσεως της βάσεως επιβολής του φόρου προστιθέμενης αξίας, μολονότι η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, αφενός, χαρακτηρίζει μια τέτοια περίπτωση ως «μη καταβολή» κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού και, αφετέρου, δεν επιτρέπει τη μείωση της βάσεως επιβολής του φόρου σε περίπτωση μη καταβολής.

Πηγή: www.taxheaven.gr

Τα cookies μας διευκολύνουν να σας παρέχουμε τις υπηρεσίες μας. Με τη χρήση των υπηρεσιών μας επιτρέπετε να χρησιμοποιούμε cookies.