Ποια η πραγματική ωφέλεια των επιχειρήσεων από τη νέα ρύθμιση;
Η νέα ρύθμιση προβλέπει την εξόφληση οφειλών μέχρι 15.000 ευρώ σε 100 δόσεις και άνω των 15.000 ευρώ σε 72 δόσεις με ελάχιστη καταβολή 50 ευρώ. Στη ρύθμιση υπάγονται βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές μέχρι 30/9/14, με την προϋπόθεση ότι α) οι οφειλές που σχηματίζονται από 1/10/14 και μέχρι την υπαγωγή στη ρύθμιση να είναι ρυθμισμένες ή εξοφλημένες και β)οι υποχρεώσεις που δημιουργούνται μετά την υπαγωγή στη ρύθμιση να πληρώνονται εμπρόθεσμα.
Το επιτόκιο των δόσεων διαμορφώνεται στο 4,56%, ενώ παρέχεται έκπτωση στις προσαυξήσεις από 100% έως 20% ανάλογα με τον αριθμό των δόσεων που επιλέγεται.
Σε τι βαθμό, όμως, εξυπηρετούνται οι επιχειρήσεις από τη δεδομένη ρύθμιση και ποια τα πραγματικά οφέλη που μπορεί να αποκομίσουν από αυτήν;
Εν αναμονή των πολυσυζητημένων αλλά απροσδιορίστου περιεχομένου και χρονικού ορίζοντα διαρθρωτικών αλλαγών που υπόσχονται την αναγκαία ώθηση στην ελληνική οικονομία, οι ΜμΕ αποτελούν τον κύριο και ίσως μοναδικό μοχλό επανεκκίνησης της οικονομίας και επαναφοράς της στη σφαίρα της πολυπόθητης ανάπτυξης.
Το πεδίο για τον μέσο Έλληνα επιχειρηματία πρέπει να είναι απλό, ξεκάθαρο και εύκολα διαχειρίσιμο. Καθώς διανύουμε εποχή φορολογικού καταιγισμού και οικονομικής αβεβαιότητας που το καθιστούν πιο θολό από ποτέ, η ρύθμιση για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές πρέπει τουλάχιστον να στοχεύει στην απεμπλοκή των ΜμΕ από τα συνολικά βάρη των συσσωρευόμενων και πολύ γρήγορα εκτοξευόμενων χρεών, προκαλούμενων από τη συνεχιζόμενη περίοδο ύφεσης, που τις κρατούν δέσμιες χαμηλών κύκλων εργασιών, ενώ στις περισσότερες των περιπτώσεων τις οδηγούν σε ζημιογόνα αποτελέσματα.
Τα χρέη που βαραίνουν τις ΜμΕ επιχειρήσεις απαρτίζονται συνολικά από φορολογικές, ασφαλιστικές και δανειακές οφειλές. Μια ρύθμιση που αποβλέπει στην ελάφρυνση των οικονομικών μονάδων και στην ενδυνάμωσή τους πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις παραπάνω οφειλές συνδυασμένες σε αντιστοιχία με το καθαρό εισόδημα της κάθε μονάδας.
Πώς κρίνεται η ρύθμιση στο σύνολό της λοιπόν; Στα θετικά της ρύθμισης συγκαταλέγονται τα εξής:
1) Χορηγείται φορολογική και ασφαλιστική ενημερότητα.
2) Διαγράφονται τα πρόστιμα καθυστέρησης εξόφλησης.
3) Παρέχεται δικαίωμα επιστροφής φόρου υπό προϋποθέσεις έπειτα από συμψηφισμό.
4) Σε περίπτωση απώλειας της ρύθμισης λόγω ανωτέρας βίας, υπάρχει δικαίωμα επανένταξης στη ρύθμιση.
5) Αναστέλλονται όλα τα μέτρα αναγκαστικής είσπραξης εναντίον των οφειλετών.
Τι θα έπρεπε να ληφθεί επιπλέον υπόψη στην επικείμενη ρύθμιση επομένως;
1) Σίγουρα η ένταξη των πάσης φύσης οφειλών ‒φορολογικών, ασφαλιστικών και τραπεζικών‒ σε μια ενιαία πολυδόση. Εάν η ρύθμιση είναι ενιαία για όλα τα χρέη, αποφεύγεται ο κίνδυνος η συνολική μηνιαία επιβάρυνση (δόσεων και τρεχουσών υποχρεώσεων) να υπερβαίνει τις δυνατότητες της εκάστοτε επιχείρησης, γεγονός που αυτόματα ενδυναμώνει τον ουσιαστικό σκοπό της ρύθμισης.
2) Ο αριθμός και το ύψος των δόσεων δεν πρέπει να προσδιορίζεται βάσει κοινών ποσοτικών κριτηρίων μιας ομοιόμορφης στατικής κλίμακας η οποία θα εφαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις τυποποιημένα. Πρέπει να εξατομικεύεται ανάλογα με το διαθέσιμο εισόδημα αφαιρούμενων των τρεχουσών υποχρεώσεων της κάθε επιχείρησης, έτσι ώστε αφενός να επιδιώκεται δικαιότερη αντιμετώπιση στο μέτρο των δυνατοτήτων της καθεμιάς και αφετέρου να καθίσταται ρεαλιστική η τήρηση της ρύθμισης και η αποπληρωμή των χρεών. Επιπροσθέτως, με την προαναφερθείσα εξατομίκευση των δόσεων διασφαλίζεται εκ μέρους των επιχειρήσεων η απαραίτητη ρευστότητα για την τροφοδότηση των εργασιών που κρίνονται αναγκαίες για τη βιωσιμότητα και την ανάπτυξή τους.
3) Στο πλαίσιο της δικαιότερης αντιμετώπισης, οι προσαυξήσεις και οι απαλλαγές αυτών πρέπει να κρίνονται επίσης βάσει των δυνατοτήτων κάθε επιχείρησης. Σύμφωνα με την ισχύουσα τροπολογία, η εφάπαξ εξόφληση των οφειλών επιβραβεύεται με απαλλαγή 100% των προσαυξήσεων, σε αντίθεση με την εξόφληση σε 100 δόσεις, που επωφελείται μόνο με την απαλλαγή του 20% των προσαυξήσεων. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό πως οι επιχειρήσεις που δύνανται να προβούν σε εφάπαξ εξόφληση αφενός είναι πολύ λίγες σε αριθμό και αφετέρου, και σημαντικότερο, ενδεχομένως να διέθεταν ήδη εδώ και καιρό την οικονομική δυνατότητα αποπληρωμής των χρεών τους, την οποία παρέτειναν σε αναμονή ευνοϊκής ρύθμισης. Οι επιχειρήσεις αυτές, λοιπόν, και διαχειρίζονται προς όφελός τους για ικανό χρονικό διάστημα χρηματικά ποσά τα οποία οφείλουν στο κράτος και θα πριμοδοτηθούν με το bonus της εφάπαξ εξόφλησης. Αντιθέτως, επιχειρήσεις που ενδεχομένως κρίνουν αναγκαία για τη βιωσιμότητά τους την επιλογή των 72 ή των 100 δόσεων επιβαρύνονται με επιτόκιο 4,56% ετησίως και τυγχάνουν έκπτωσης μόνο του 20% των προσαυξήσεων.
Τι γίνεται όμως με τις συνεπείς επιχειρήσεις; Αυτές που ματώνοντας καταφέρνουν να πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους; Δεν πρέπει να επιβραβευτούν;
4) Κύριος γνώμονας της ρύθμισης, εκτός από τον καθαρά εισπρακτικό χαρακτήρα της για την αντιμετώπιση των ελλειμματικών ταμείων του κράτους, πρέπει να είναι η εξυγίανση της οικονομίας τουλάχιστον όσον αφορά τον τομέα των επιχειρήσεων. Πρέπει να θέτει ως στόχο την ώθηση των επιχειρήσεων σε τέτοια παραγωγικά επίπεδα, ώστε να μπορούν να αποδίδουν στο κράτος τα απαραίτητα έσοδα για τη δική του εύρυθμη λειτουργία και βιωσιμότητα. Για την υλοποίηση, όμως, των παραπάνω στόχων χρειάζεται να πραγματοποιηθεί ένας συνδυασμός ρύθμισης και ευνοϊκότερου φορολογικού συστήματος με χαμηλότερη φορολόγηση των επιχειρήσεων, διότι το υπάρχον φορολογικό σύστημα είναι τροφοδότης ενός φαύλου κύκλου χρεών και ρυθμίσεων.
Η ρύθμιση των 72-100 δόσεων σαφώς και αποτελεί ελάφρυνση στο κατά πολύ επιβαρημένο οικονομικό ισοζύγιο των επιχειρήσεων, αλλά το πλαίσιο στο οποίο θεσμοθετείται είναι ανεπαρκές, με αποτέλεσμα να μην καλύπτονται οι πραγματικές ανάγκες των επιχειρήσεων.
Εν κατακλείδι, αν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της ρύθμισης έγκειται στην πραγματική εξυγίανση των επιχειρήσεων και της οικονομίας και δεν αποτελεί ένα ακόμη πρόσκαιρο τυχοδιωκτικό μέτρο συλλογής χρήματος για κάλυψη κενών του προϋπολογισμού, πρέπει να ληφθούν υπόψη, να εξεταστούν σε βάθος και να επαναπροσδιοριστούν οι προαναφερθείσες παράμετροι που θα φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα εις πέρας με επιτυχία.
του Μιχάλη Πόλυγγερ, Γενικού Διευθυντή και επίτιμου προέδρου του Λογιστικού Συλλόγου Αθήνας (ΛΣΑ)