Λ.Σ.Α.: Πώς μειώνεται το εργασιακό κόστος χωρίς «μαχαίρι» στις αποδοχές
Λ.Σ.Α.-euro2day
Η κατανομή του κόστους εργασίας, ο ρόλος του κράτους και πώς θα μπορούσε να μειωθεί χωρίς να πληγούν οι εργαζόμενοι. Τα επιδόματα και οι κοινωνικές παροχές. Πώς επηρεάζει ο κατώτατος μισθός και τι ισχύει στις ευρωπαϊκές χώρες.
Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας συνδέθηκε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης με πολιτικές μείωσης του μισθολογικού κόστους. Όλοι μιλούν για την μείωση του "μισθολογικού" και του "μη μισθολογικού κόστους". Τι ακριβώς αφορά αυτό και τί εννοούν;
Το κόστος εργασίας αποτελείται:
α) Από το μισθολογικό κόστος, ήτοι το κόστος των μισθών, ημερομισθίων, των αποδοχών σε χρήμα και σε είδος που καταβάλλονται στους εργαζόμενους, και
β) Από το μη μισθολογικό κόστος, όπως είναι οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλουν οι εργοδότες, το κόστος επαγγελματικής κατάρτισης, άλλες δαπάνες (όπως η αγορά ρουχισμού εργασίας, παροχή τροφής κλπ) και τα διοικητικά κόστη.
Η δομή και η ανάπτυξη του κόστους εργασίας και των αποδοχών αποτελούν σημαντικά χαρακτηριστικά κάθε αγοράς εργασίας, αντικατοπτρίζοντας την προσφορά εργασίας από ιδιώτες και τη ζήτηση εργασίας από επιχειρήσεις.
Επομένως, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας, η οποία ωστόσο επηρεάζεται επίσης και από άλλα κόστη (πχ κεφαλαίου) καθώς και από μη τιμολογιακά στοιχεία, όπως η καινοτομία.
Όσον αφορά τους εργαζομένους, η αμοιβή που λαμβάνουν για την εργασία τους, και η οποία ονομάζεται μισθός ή αποδοχές, αποτελεί γενικότερα την κύρια πηγή του εισοδήματός τους και επηρεάζει, ως εκ τούτου, σημαντικά την ικανότητά τους να δαπανούν ή να αποταμιεύουν. Στις ακαθάριστες αποδοχές περιλαμβάνονται οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλονται από τον εργαζόμενο. Οι καθαρές αποδοχές υπολογίζονται μετά την αφαίρεση των εν λόγω εισφορών και τυχόν ποσών που οφείλονται στο κράτος, όπως οι φόροι εισοδήματος.
Η εκάστοτε κυβερνητική πολιτική καθορίζει τα πλαίσια των κατώτατων αμοιβών μέσω θέσπισης διαφόρων επιδομάτων. Έτσι το κράτος μετακυλύει τη υποχρέωσή του για την άσκηση της οποιασδήποτε κοινωνικής πολιτικής, στις επιχειρήσεις, αφαιρώντας τους ένα σοβαρό πλεονέκτημα τόσο στην επιλογή του προσωπικού τους όσο και στην παροχή κινήτρων στους απασχολούμενους.
Με βάσει τα ισχύοντα, σε καμιά περίπτωση οι μισθοί δεν μπορούν να πέσουν κάτω από τις προβλέψεις της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης (ΣΣΕ) ως προς όλες τις διατάξεις της, δηλαδή τις κατώτατες υποχρεωτικές αποδοχές (βασικός μισθός, επίδομα γάμου, τριετίες) και τις θεσμικές ρυθμίσεις των κατώτατων όρων εργασίας.
Με τον τρόπο αυτό, οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις δεν αμείβονται με βάση την προσφορά τους, αλλά την οικογενειακή κατάσταση, την ηλικία κλπ, γεγονός που σε πολλές περιπτώσεις λειτουργεί ως αντικίνητρο πρόσληψης συγκεκριμένων ομάδων εργαζομένων (π.χ. έγγαμων γυναικών, εργαζομένων με τριετίες κλπ).
Το δημογραφικό, η ενίσχυση της οικογένειας, η μητρότητα, η παροχή φροντίδας είναι υποχρεώσεις του Κράτους. Υποχρέωση των επιχειρήσεων είναι να καταβάλουν με επιμέλεια τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και τους φόρους που τους αναλογούν, όπως τις έχει καθορίσει το ίδιο το κράτος.
Σε κάθε περίπτωση η θέσπιση ενός κατώτατου μισθού, αλλά χωρίς επιδόματα, ως αφετηρία διαπραγμάτευσης της αμοιβής μεταξύ εργαζόμενου και επιχείρησης, πρέπει να υφίσταται.
Τα επίπεδα των αμοιβών εργασίας συνήθως καθορίζονται από τις δυνάμεις της αγοράς, σε συνδυασμό με θεσμικούς παράγοντες, όπως οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και άλλα κοινωνικά και προσωπικά δεδομένα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εurostat την 1η Ιανουαρίου 2015, 22 από τα 28 κράτη μέλη της Ε.Ε. εφάρμοζαν ελάχιστο μισθό με μεγάλες όμως διακυμάνσεις να παρατηρούνται μεταξύ της Βουλγαρίας που είναι 184 ευρώ και του Λουξεμβούργου που φτάνει τα 1.923 ευρώ.
Ειδικότερα, δέκα κράτη μέλη εμφανίζουν ελάχιστο μισθό κάτω από τα 500 ευρώ:
Bουλγαρία 184 ευρώ, Ρουμανία 218 ευρώ, Λιθουανία 300 ευρώ, Τσεχία 332 ευρώ, Ουγγαρία 333 ευρώ, Λετονία 360 ευρώ, Σλοβακία 380 ευρώ, Εσθονία 390 ευρώ, Κροατία 396 ευρώ και Πολωνία 410 ευρώ.
Σε πέντε κράτη μέλη ο ελάχιστος μισθός κυμαίνεται μεταξύ 500-1.000 ευρώ:
Πορτογαλία 589 ευρώ, Ελλάδα 684 ευρώ, Μάλτα 720 ευρώ, Ισπανία 757 ευρώ και Σλοβενία 791 ευρώ.
Τέλος, σε επτά κράτη μέλη ο ελάχιστος μισθός υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ: Μεγάλη Βρετανία 1.379 ευρώ, Γαλλία 1.458 ευρώ, Ιρλανδία 1.462 ευρώ, Γερμανία 1.473 ευρώ Βέλγιο και Ολλανδία 1.502 ευρώ και Λουξεμβούργο 1.923 ευρώ.
Το ποσοστό του μη μισθολογικού κόστους για το σύνολο της οικονομίας ανέρχεται περίπου σε 23,7% στην Ε.Ε. των 28, ενώ ανερχόταν σε 25,9 % στην ευρωζώνη. Το ποσοστό του μη μισθολογικού κόστους διαφέρει επίσης σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε.. Τα υψηλότερα ποσοστά μη μισθολογικού κόστους για το σύνολο της οικονομίας σημειώθηκαν στη Σουηδία (33,3 %), στη Γαλλία (32,4 %), στη Λιθουανία (28,5%), στην Ιταλία (28,1 %) στο Βέλγιο και στη Σλοβακία (αμφότερα 27,4 %). Τα χαμηλότερα ποσοστά μη μισθολογικού κόστους για το σύνολο της οικονομίας καταγράφηκαν στη Μάλτα (8,0 %), στη Δανία (12,4 %), στο Λουξεμβούργο (13,4 %), στην Ιρλανδία (13,8 %), στη Σλοβενία (14,7 %), στο Ηνωμένο Βασίλειο (15,3 %), στην Κροατία (15,4 %) και στη Βουλγαρία (15,8 %).
Το ερώτημα βέβαια είναι: Θα μπορούσε να μειωθεί το κόστος εργασίας, χωρίς να μειωθεί το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων;
Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω κατάλληλων μεταρρυθμίσεων σε όλο το φάσμα τόσο της Δημόσιας Διοίκησης όσο και της οικονομίας, οι οποίες επηρεάζουν άμεσα τους εργαζόμενους. Τα ελάχιστα μέτρα στην κατεύθυνση αυτή, χωρίς επιβαρύνσεις και μειώσεις, θα μπορούσαν να είναι:
1. Μηχανοργάνωση και έλεγχος των υπηρεσιών κοινωνικής ασφάλισης με περιορισμό του κόστους και έλεγχο των δαπανών.
2. Αποτελεσματικός έλεγχος των υπηρεσιών υγείας και φαρμακευτικής περίθαλψης.
3. Εξορθολογισμός απονομής συντάξεων. Ποιοί επωφελούνται από το σημερινό καθεστώς; Οπωσδήποτε όχι η πλειονότητα των εργαζομένων, που δεν είχαν την ευκαιρία για να μπουν στο Δημόσιο. Οπωσδήποτε όχι οι χαμηλοσυνταξιούχοι, αφού αυτοί δεν βγαίνουν πρόωρα στη σύνταξη και όταν βγαίνουν παίρνουν ελάχιστα.
4. Δραστική πάταξη της γραφειοκρατίας, σε μία οικονομία που θα μπορεί να προσελκύει περισσότερες ξένες επενδύσεις όχι με κριτήρια που ισχύουν στις ζώνες χαμηλού εργατικού κόστους αλλά με κριτήρια την υψηλή ποιότητα και την παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού, με αποτέλεσμα την αύξηση της απασχόλησης.
5. Κατάργηση των κλειστών επαγγελμάτων και εφαρμογή ανταγωνιστικής τιμολογιακής πολιτικής σε υπηρεσίες προς τους πολίτες.
6. Απεξάρτηση του κρατικού μηχανισμού από τις συντεχνίες των ευνοημένων ομάδων.
7. Ανταποδοτικότητα των Κοινωνικών Δαπανών. Παρότι οι δημόσιες δαπάνες κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είχαν αυξηθεί, η αποτελεσματικότητά τους στην αντιμετώπιση της φτώχειας και του αποκλεισμού δεν είναι ικανοποιητική. Το σύστημα της κοινωνικής προστασίας, γενικά αποδεικνύεται μάλλον αναποτελεσματικό στη διαχείριση των κοινωνικών δαπανών. Τα κοινωνικά επιδόματα για τις οικογένειες και τα παιδιά περιλαμβάνουν ειδικές ομάδες, όπως τους πολύτεκνους, και καλύπτουν εργαζόμενους του δημόσιου τομέα κυρίως παρά του ιδιωτικού, αποκλείοντας ένα σημαντικό μέρος εργαζομένων. Από την άλλη πλευρά, η χαμηλή ανταποδοτικότητα καθιστά αναγκαίο τον εξορθολογισμό τους στη βάση μιας πιο δίκαιης ανακατανομής. Απαιτείται εξυγίανση, εκσυγχρονισμός, μηχανογράφηση του μηχανισμού χορήγησης, παρακολούθησης και ελέγχου. Απαιτείται η διάθεση των πόρων σε πιο στοχευμένα επιδόματα, μέτρα και πολιτικές με εξορθολογισμό και έλεγχο τήρησης κοινωνικών κριτηρίων. Απαιτείται επανασχεδιασμός και αξιολόγηση ως προς την απόδοση.
8. Κοινωνικές παροχές. Στις κοινωνικές παροχές εντάσσονται η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τα συστήματα συνταξιοδότησης, καθώς και τα επιδόματα τέκνων και προϋπηρεσίας που διαφέρουν σε επιμέρους κλάδους εργαζομένων. Επίσης, ως κοινωνικές παροχές θεωρούνται η δημιουργία κατασκηνώσεων και καταναλωτικών συνεταιρισμών που αφορούν τους εργαζόμενους συγκεκριμένων κλάδων και επιχειρήσεων. Όλα αυτά στη χώρα μας, ιδίως στον ιδιωτικό τομέα, είναι σε πολύ χαμηλό επίπεδο.
9. Επιδόματα. Τα επιδόματα αποτελούσαν, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, μια πάγια πρακτική βελτίωσης των αμοιβών των εργαζομένων, κυρίως στο δημόσιο τομέα. Αποτελούν πρόσθετες παροχές σε χρήμα ή είδος που παρέχονται σε εργαζόμενους κατά περίπτωση και για διάφορους λόγους, πραγματικούς ή προσχηματικούς. Συχνά ο λόγος ύπαρξής τους και η ονομασία τους αγγίζουν τα όρια του κωμικού όπως, χαρακτηριστικά, το επίδομα γαλοπούλας, το επίδομα γάλατος, το επίδομα καυσόξυλων, το επίδομα προσέλευσης στην εργασία, το επίδομα περιορισμένων απουσιών, κλπ. Πρέπει να εξορθολογισθούν σε πραγματικά επίπεδα.
10. Υγιεινή και ασφάλεια εργαζομένων: Η προστασία και ασφάλεια των εργαζομένων, η πρόληψη ατυχημάτων, η εξάλειψη των κινδύνων είναι πολύ βασικά θέματα. Ύψιστο δικαίωμα των εργαζομένων και απαραίτητο στοιχείο μιας κοινωνικά δίκαιης πολιτείας αποτελεί η προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, η πρόληψη των επαγγελματικών ατυχημάτων και γενικά η βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Η μη τήρηση τους κοστίζει, κυρίως σε ανθρώπινες ζωές αλλά και στην οικονομία.
Όλα αυτά είναι υποχρεώσεις του κράτους και οφείλει να τα εξασφαλίζει στους εργαζόμενους και σε καμία περίπτωση να τα "εκχωρεί" σε τρίτους.
Αναμενόμενα Οφέλη:
Έμμεσα θα αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων, αφού για την ίδια υπηρεσία θα καταβάλουν μικρότερο κόστος.
Δεν θα γίνεται καταστρατήγηση στην καταβολή των επιδομάτων που δικαιούται ο εργαζόμενος.
Θα υπάρχουν ίσες ευκαιρίες για όλους, χωρίς αποκλεισμούς ή τριβές με ομάδες εργαζομένων, κυρίως αδυνάτων.
Με τον περιορισμό του κόστους υπηρεσιών των κοινωνικών φορέων θα δοθεί η δυνατότητα στην πολιτεία να μειώσει τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης σε όφελος των εργαζομένων.
Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις θα αυξήσουν την παραγωγικότητα της εργασίας, θα έχουν πλήρη έλεγχο του κόστους, θα αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους και η απασχόληση.
* Ο κ. Χρήστος Κήττας είναι οικονομολόγος, μέλος του Λογιστικού Συλλόγου Αθηνών
Πηγή: euro2day.gr