Skip to main content

Λ.Σ.Α.: Οι αλήθειες που ξεχάσαμε στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση

Λ.Σ.Α.-euro2day

Η ακτινογραφία και οι στρεβλώσεις του ασφαλιστικού μας συστήματος. Η σύνδεσή του με το χρέος και ποια είναι η σημερινή κατάσταση. Τα βασικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Γράφει ο Χρήστος Κήττας.


Είναι ευρέως γνωστό ότι το ασφαλιστικό σύστημα στην Ελλάδα αρκετά χρόνια τώρα νοσεί βαριά. Τα ασφαλιστικά ταμεία βρίσκονται στη χειρότερη οικονομική κατάσταση από ποτέ. Αν το σύστημα αυτό συνεχίσει να πορεύεται όπως είναι σήμερα, πολύ σύντομα δεν θα μπορεί ούτε συντάξεις να διανείμει ούτε την παροχή υπηρεσιών υγείας να καλύπτει και η πλήρης κατάρρευση και η χρεοκοπία του είναι απλώς θέμα χρόνου.

Πρέπει συνεπώς να αλλάξει και μάλιστα όσο πιο σύντομα γίνεται. Συνάμα θα πρέπει να αλλάξουν και οι κανόνες που το διέπουν, οι οποίοι καθορίζουν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, δηλαδή τα «κριτήρια» για τη συνταξιοδότηση.

Είναι γεγονός ότι το Ασφαλιστικό μας Σύστημα βρίθει στρεβλώσεων. Αυτές, κύρια, αποτελούν τις μακροπρόθεσμες αιτίες της τωρινής του κατάρρευσης, τις οποίες οφείλουμε να διορθώσουμε. Τα αίτια της κρίσης της κοινωνικής ασφάλισης οφείλονται σε πολλούς παράγοντες. Ενδεικτικά μπορούμε να πούμε ότι βασικές αιτίες είναι η ύφεση, η επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, η παραοικονομία, η ανεργία, η μεγάλη γήρανση του πληθυσμού, η υπογεννητικότητα και η παράταση του ορίου ζωής, παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά τη σχέση εργαζομένων - συνταξιούχων.

Τα ευνοϊκά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και τα δικαιώματα στις πρόωρες συντάξεις, ιδιαίτερα των γυναικών, οι πολυσυνταξιούχοι στους οποίους χορηγούνταν πάνω από μία σύνταξη, οι συντάξεις σε «άγαμες θυγατέρες», η ελαστικότητα όσον αφορά στην απονομή των συντάξεων αναπηρίας σε άτομα καθ' όλα υγιή και σχετικά νέα, η απονομή συντάξεων σε σαρανταπεντάρηδες ή πενηντάρηδες ή σε πρώην βουλευτές ή πρωθυπουργούς, οι οποίοι θα μπορούσαν κάλλιστα να εργάζονται παραγωγικά.

Η απαλλαγή μεγάλων κοινωνικών ομάδων από την υποχρέωση καταβολής εισφορών ή η καταβολή μειωμένων εισφορών σε σχέση με τις παροχές.

Επίσης η πληθώρα των ασφαλιστικών οργανισμών, οι οργανωτικές ανεπάρκειες, οι γραφειοκρατικές και αναχρονιστικές διαδικασίες, η πλημμελής αξιοποίηση των αποθεματικών και η αλόγιστη επέκταση βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων.

Η καταλήστευση των πόρων της κοινωνικής ασφάλισης αποτελεί έναν άλλο παράγοντα της κρίσης των ταμείων. Η ληστρική εκμετάλλευση των αποθεματικών, η τεράστια εισφοροδιαφυγή και οι καθυστερήσεις εξόφλησης οφειλών. Από το 1950, με ειδικό νόμο, τα ταμεία υποχρεώθηκαν να καταθέτουν τα αποθεματικά τους άτοκα στην Τράπεζα της Ελλάδος. Αντίθετα, σε περίπτωση δανεισμού τους, δανείζονταν με πολύ υψηλά επιτόκια. Έτσι, εμμέσως, το κράτος οικειοποιούνταν τα ποσά αυτά. Από το χρονικό διάστημα 1975 έως το 1982 τα αποθεματικά επιτρέπονταν να τοκίζονται στην Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά με πολύ χαμηλό επιτόκιο, με εύλογο επακόλουθο την απώλεια σημαντικών εσόδων.

Μεγάλο ποσοστό εργαζομένων, ιδίως παράνομων μεταναστών, δουλεύει ανασφάλιστο ή ασφαλίζεται λιγότερες μέρες από τις πραγματικές. Σ' αυτό, πέρα από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις εμπλέκονται και Δημόσιοι Οργανισμοί. Το μέγεθος της εισφοροδιαφυγής ανέρχεται σε δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το ποσό που χρωστάει το κράτος στα ασφαλιστικά ταμεία, το οποίο ανέρχεται σε δισεκατομμύρια ευρώ.

Η αλόγιστη και χωρίς έλεγχο συνταγογράφηση, η χορήγηση φαρμάκων πέραν των αναγκαίων, τα υπερτιμολογημένα φάρμακα και τα αναλώσιμα, οι πλασματικές μέρες νοσηλείας και οι πλασματικές εξετάσεις επιβάρυναν τα ήδη προβληματικά ταμεία.

Υπάρχει άμεση σχέση χρέους και ασφαλιστικού. Αν θελήσουμε να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα «το ασφαλιστικό δημιούργησε το χρέος ή η κρίση έφερε πρόβλημα στο ασφαλιστικό;» είναι σαν να προσπαθούμε να λύσουμε το πρόβλημα «το αυγό έκανε την κότα ή η κότα το αυγό;».

Ίσως η πιο ρεαλιστική απάντηση είναι, και τα δύο. Το ασφαλιστικό διογκώθηκε και επιδεινώθηκε τόσο ώστε εκτόξευσε τα ελλείμματα και το χρέος και αποτέλεσε γενεσιουργό αίτιο της κρίσης. Το χρέος αυξήθηκε μεταξύ 2000 και 2009, που ξέσπασε η κρίση, πάνω από 160 δισεκατομμύρια ευρώ. Τα δύο τρίτα του χρέους αυτή τη δεκαετία οφείλονται στο συνταξιοδοτικό. Στο ίδιο διάστημα τα ετήσια ελλείμματα του ασφαλιστικού έφτασαν, σωρευτικά, τα 134 δισεκατομμύρια ευρώ. Κατά πάσα πιθανότητα, χωρίς τα ελλείμματα αυτά ή με ουσιαστικά μικρότερα ελλείμματα, η ελληνική οικονομία δεν θα είχε υποστεί τέτοια βαθιά ρήγματα. Η ύφεση, η ανεργία, η καθίζηση των εισοδημάτων, τα δημοσιονομικά ελλείμματα, η απαισιοδοξία για το μέλλον είναι στοιχεία μιας αποτυχημένης πραγματικότητας, για την οποία το ασφαλιστικό ήταν ένας από τους κεντρικούς παράγοντες.

Φυσικά, η κρίση, από την πλευρά της επηρεάζει αρνητικά σημαντικά μεγέθη του ασφαλιστικού. Ασφαλιστικό και κρίση είναι πλέον σε αλληλεπίδραση. Η κρίση μετέτρεψε το ασφαλιστικό από πρόβλημα σε βόμβα στα θεμέλια του συστήματος και σήμερα πλέον αποτελεί «βόμβα στα θεμέλια» της κοινωνίας μας.

Σ' αυτό έχουμε ευθύνη όλοι μας. Πολίτες και πολιτικοί. Ως πολίτες γνωρίζαμε μόνο τα δικαιώματά μας. Οι πολίτες συνδικαλιστές "διεκδικούσαν", η αντιπολίτευση πίεζε, η πολιτεία ενέδιδε. Tο κράτος έκανε πελατειακή πολιτική με διάφορες ομάδες και πρόσωπα, αλλά το τίμημα σήμερα το πληρώνουμε όλοι μας.

Έτσι σήμερα το "τερματίσαμε", κατά την προσφιλή έκφραση των νέων.

Ποια είναι η σημερινή κατάσταση. Πώς φθάσαμε εδώ;

Μεταπολεμικά, για αρκετές δεκαετίες ζήσαμε ένα σύστημα στο οποίο όποιοι κανόνες προβλέπονταν τους τινάξαμε στον αέρα.

Σε όλο τον κόσμο, από τη δεκαετία του '90, τα ασφαλιστικά συστήματα συνεχώς μεταρρυθμίζονταν υπό το βάρος του δημογραφικού. Εδώ, ενώ ξέραμε το πρόβλημα τουλάχιστον 20 χρόνια πριν, κάναμε συνεχώς καθυστερήσεις στέλνοντας τον λογαριασμό στους επόμενους.

Στο μεταπολεμικό ελληνικό κράτος, η κρατική κοινωνική πολιτική διακρίνεται για τον πολυκερματισμό της κοινωνικής ασφάλισης και τις συντεχνιακές ρυθμίσεις μέσω των πελατειακών σχέσεων.

Σοβαρή κοινωνική πολιτική στη χώρα δεν υπάρχει, αλλά απαιτείται επειγόντως. Πρέπει να δοθεί σοβαρή, αξιόπιστη και βιώσιμη λύση για όλες τις κοινωνικές ομάδες. Δεν είναι λύση μόνο η χορήγηση σύνταξης σε φτωχούς και άνεργους, δεν λύνουμε το πρόβλημα μόνο μ' αυτό. Ωστόσο, αυτή τη στιγμή η χώρα είναι ένα απέραντο τοπίο συνταξιούχων, πολλοί από τους οποίους έχουν πληρώσει ελάχιστα ή και τίποτα.

Η 15ετία του ΙΚΑ, ο αγροτικός πληθυσμός, οι πρόωρες συντάξεις των 45 και 54 ετών, οι εθνικές συντάξεις για όλους χωρίς διάκριση της οικονομικής τους κατάστασης, όλα εντάσσονται σε έναν απέραντο μηχανισμό χορήγησης σύνταξης όλων, όσο γίνεται νωρίτερα. Μεταξύ 2008 και 2015, μέσα στην πιο βαθιά κρίση, προστέθηκαν γύρω στις 550.000 νέοι συνταξιούχοι, ενώ για άλλες 250.000-300.000β εκκρεμούν οι αιτήσεις τους, είτε λόγω γραφειοκρατίας, είτε έλλειψης δυνατότητας χρηματοδότησης. Η σχέση εργαζόμενων προς συνταξιούχους από το καταστροφικό 1,77 πριν την κρίση έφτασε στο πολλαπλά καταστροφικό 1,27 το 2014.

Το ασφαλιστικό από μόνο του έχει αναγκαστικά κοινωνικές διαστάσεις. Κανείς όμως δεν τόλμησε ουσιαστικά να το θίξει έως τώρα. 'Η μάλλον, για να ακριβολογούμε, ένας-δύο που τόλμησαν να το αγγίξουν, αντιμετώπισαν την μήνιν μας και τον εξοστρακισμό.

Η πιο μεγάλη ευκαιρία για ένα βιώσιμο για αρκετά χρόνια ασφαλιστικό χάθηκε με την αποπομπή Γιαννίτση. Τα τελευταία χρόνια εχθροί και φίλοι τού το αναγνωρίζουν, όπως παραδέχονται και το πόσο έβλαψε τη χώρα η ματαίωση της προσπάθειας. Σταθερή και βιώσιμη λύση δεν έχει βρεθεί ακόμη. Μόνο την περίοδο 2010-2015 έγιναν πάνω από δέκα απόπειρες μεταρρύθμισης. Πάντα με πνεύμα «κοινωνικής αλληλεγγύης».

Η πρώτη δραστική μεταρρύθμιση στο Ελληνικό Ασφαλιστικό, πραγματικά σοβαρή, που έδωσε ανάσες για αρκετά χρόνια στο σύστημα ήταν τα χρόνια 1992-1993 από τους Σιούφα και Μάνο. Επίσης, δραστική μεταρρύθμιση ήταν και αυτή των Λοβέρδου - Κουτρουμάνη, το 2010, η οποία άλλαζε πολύ την «αρχιτεκτονική» του συστήματος και το έβαζε σε μια ρότα εξορθολογισμού.

Σήμερα αναπτύσσονται καινοφανείς θεωρίες, ότι οι υπερβολικές και πρόωρες συνταξιοδοτήσεις ευνοούν τους νέους γιατί οι γονείς και οι παππούδες συντηρούν τα άνεργα παιδιά τους. Δηλαδή, τους στερούμε τις θέσεις εργασίας, αλλά τους δίνουμε χαρτζιλίκι.

Το πρόβλημα είναι βαθύ, είναι πολιτισμικό αλλά και πολιτικό.

Σε πρόσφατη ομιλία του ο Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος επεσήμανε μεταξύ άλλων και τα εξής:

«Η Ελλάδα πληρώνει τις μεγαλύτερες σε ποσοστό δαπάνες σε συντάξεις από όλες τις χώρες του ΟΑΣΑ. Πρέπει να κοιτάξουμε και να βάλουμε σε αυτές τις δαπάνες προτεραιότητες για τα ποσά της πρώτης και δεύτερης σύνταξης, των επικουρικών και των εφάπαξ. Υπερπροστατεύουμε την τρίτη ηλικία σε βάρος των νεότερων γενιών. Η μεγάλη δαπάνη συντάξεων έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει μικρή δυνατότητα για παροχές των νεότερων ηλικιών, για τον άνεργο και την επιμόρφωσή τους, τη στήριξή τους. Κανείς δεν θέλει να μειωθούν οι συντάξεις αλλά, από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να υπολογίσουμε τα μέτρα που χάνονται για τις νεότερες γενιές. Θα πρέπει να υπολογίσουμε να υπάρχει το μικρότερο κόστος για το σύνολο της κοινωνίας...»

Διαχρονικά, η συνολική δαπάνη για τις συντάξεις το 2000 ήταν 14,4 δισ. Το 2009 είχε φτάσει τα 32,7 δισ. Η κρατική επιδότηση στα ταμεία το 2000 ήταν 7,4 δισ., το 2009 είχε φτάσει στα 23 δισ. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, έχουμε 1 εκατομμύριο νέους συνταξιούχους. Η Ελλάδα σταδιακά μετατράπηκε σε μια χώρα συνταξιούχων. Τα αίτια πολλά, τα αναφέραμε παραπάνω.

Αν δούμε και τον τρόπο υπολογισμού, το απόλυτο χάος. Καμία, έστω και υποτυπώδης, σύνδεση με το δηλούμενο εισόδημα ή τις καταβληθείσες εισφορές. Κανένας έλεγχος σ' ένα διάτρητο σύστημα. Κανείς δεν είχε (ούτε έχει) την απορία, πώς κάποιοι με δηλούμενα εισοδήματα συνήθως λίγο κάτω από το αφορολόγητο όριο (όπου με αυτά τα... πενιχρά τους εισοδήματα έκτισαν σπίτια, αγόρασαν αυτοκίνητα, σπούδασαν τα παιδιά τους κ.λπ.), σήμερα διεκδικούν αύξηση συντάξεων, στο όνομα της κοινωνικής αλληλεγγύης.

Τι επηρεάζει το σύστημα;

Ένας βασικός λόγος είναι το δημογραφικό. Η γήρανση του πληθυσμού είναι ταχύτατη, οι γεννήσεις ολοένα και λιγότερες. Καμία άλλη χώρα της ΕΕ δεν έχει τέτοια δυσμενή διάρθρωση της ηλικίας, όπως η Ελλάδα. Η δημογραφική γήρανση και οι οικονομικές εξελίξεις επηρεάζουν τη σχέση εργαζομένων - συνταξιούχων. Ειδικότερα, η συνεχής αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων στο σύνολο του πληθυσμού προκαλεί έκρηξη των δαπανών κοινωνικής προστασίας, χωρίς να αυξάνει παράλληλα και ο όγκος των εισφορών.

Σύμφωνα με την οργάνωση HelpAge, ένας στους τρεις κατοίκους της Ελλάδας θα είναι άνω των 60 ετών το 2030, ενώ το 2050 το ποσοστό των κατοίκων με ηλικία άνω των 60 ετών θα είναι πάνω από το 41% του πληθυσμού.

Ένας δεύτερος σημαντικός παράγοντας είναι η αύξηση της ανεργίας. Αυξήθηκε η ανεργία και μειώθηκαν οι μισθοί. Το κακό είναι διπλό. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη δραματική μείωση των εισφορών.
Ένας άλλος παράγοντας είναι η αυξημένη εισφοροδιαφυγή και η αδήλωτη εργασία. Αυτό ευνοείται και από τον τρόπο που απονέμονται οι συντάξεις (15ετία κ.λπ.).

Επίσης, υπάρχουν κατηγορίες εργαζομένων, κυρίως αυτοαπασχολούμενοι, οι οποίοι προκειμένου να χρηματοδοτήσουν και να σώσουν τις επιχειρήσεις τους, δεν πληρώνουν τις ασφαλιστικές εισφορές τους. Τα χρέη στα ασφαλιστικά ταμεία, παρά τις συνεχείς ρυθμίσεις, αυξάνονται δραματικά καθημερινά.

Η μαζική αποχώρηση από την εργασία τους και συνταξιοδότηση ανθρώπων οι οποίοι είναι κοντά σε συνταξιοδότηση, κάθε φορά που αναγγέλλεται συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση.

Ο μεγάλος αριθμός των ασφαλιστικών ταμείων και κλάδων αποτέλεσε μια από τις αδυναμίες του ελληνικού συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης. Η πολυπλοκότητα της ασφάλισης (για παράδειγμα στο ΙΚΑ υπάρχουν σχεδόν χίλιες διαφορετικές περιπτώσεις εισφορών -ΚΠΚ- μέσα από τις οποίες ο εργαζόμενος πρέπει να «ανακαλύψει» πού ανήκει, ο δε αρμόδιος ελεγκτής να διαπιστώσει ότι είναι στη σωστή περίπτωση).

Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει προσπάθειες συγχώνευσης ορισμένων ασφαλιστικών οργανισμών και ακόμα και σήμερα πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι οι ασφαλιστικοί φορείς πρέπει να συγχωνευθούν όλοι σε έναν, ώστε να μην υπάρχουν προνομιακές ομάδες ασφαλισμένων έναντι άλλων μη προνομιούχων.

Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι οι συγχωνεύσεις πολλών προβληματικών ταμείων φέρουν μεγάλες οικονομικές απώλειες και επιπτώσεις στους κλάδους.

Τι ασφαλιστικό έχουμε σήμερα;

Στη χώρα μας ισχύει το αναδιανεμητικό σύστημα, στο οποίο οι εισφορές όσων εργάζονται δεν προορίζονται για τους ίδιους, αλλά για όσους βρίσκονται ήδη στη σύνταξη. Η τωρινή γενιά εργαζομένων «διανέμει» το δικό της εισόδημα προς τις παλιότερες γενιές για τις συντάξεις τους και ελπίζει οι επόμενες γενιές να κάνουν το ίδιο για αυτούς.

Ο τρόπος υπολογισμού απονομής των συντάξεων στην Ελλάδα είναι καταστροφικός για το σύστημα. Σήμερα, έπειτα και από τις τελευταίες μεταρρυθμίσεις, παρότι η μέση ηλικία συνταξιοδότησης ενός εργαζόμενου στην Ελλάδα είναι περίπου η ίδια με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, στη χώρα μας ο εργαζόμενος βγαίνει στη σύνταξη με 15 χρόνια εισφορών, ενώ στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ο αντίστοιχος εργαζόμενος βγαίνει στη σύνταξη με 20 έως και 35 χρόνια εισφορών. Με τους σημερινούς κανόνες είτε 15 είτε 21 χρόνια εργαστείς, θα πάρεις την ίδια σύνταξη. Κάποιος που δικαιούται και ΕΚΑΣ μπορεί τελικά να παίρνει την ίδια σύνταξη για 15 χρόνια δουλειάς, με κάποιον που έχει εργαστεί 30 χρόνια. Αυτό από μόνο του αποτελεί ισχυρό αντικίνητρο ασφάλισης, μετά τη συμπλήρωση του ελάχιστου χρόνου ασφάλισης.

Τον συντάξιμο μισθό στην Ελλάδα, στο μεγαλύτερο ασφαλιστικό ταμείο της Χώρας, το ΙΚΑ, τον υπολογίζουμε με βάση τον μέσο όρο των ανώτερων αποδοχών πέντε ετών, από τα τελευταία δέκα χρόνια του εργασιακού βίου του εργαζόμενου. Αντίστοιχα, στις ευρωπαϊκές χώρες, στην καλύτερη περίπτωση, τον υπολογίζουν με βάση τον μέσο όρο των ανώτερων αποδοχών τουλάχιστον δεκαπέντε ετών. Πολλοί επιτήδειοι το εκμεταλλεύονται, αυξάνοντας «πλασματικά» τις αποδοχές τους για δύο, τρία έως πέντε χρόνια, με αποτέλεσμα τις μεγαλύτερες συντάξεις.

Τι ασφαλιστικό θέλουμε;

Προκειμένου να εξυγιανθεί και να διασωθεί το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης πρέπει άμεσα να ληφθούν μέτρα και να πραγματοποιηθούν δραστικές αλλαγές πριν είναι πολύ αργά. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους -και ειδικότερα από τους πολιτικούς μας ηγέτες– ότι πλέον εδώ που είμαστε δεν έχει σημασία αν το ασφαλιστικό σύστημα θα έχει φιλελεύθερο ή αριστερό πρόσημο. Αυτό που έχει σημασία είναι το πρόσημο να είναι θετικό. Χρειαζόμαστε ένα αποτελεσματικό, αποδοτικό, βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα, που να διασφαλίζει κοινωνική προστασία, απασχόληση, ανάπτυξη και αξιοπρέπεια. Οφείλουμε να εξαλείψουμε τις διαχρονικές στρεβλώσεις.

Η κυβέρνηση (όπως έκαναν και οι προηγούμενες) αποφάσισε μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό σύστημα της Ελλάδας.

Το ξεκίνησε με καλές προϋποθέσεις. Το καλοκαίρι του 2015 συγκρότησε μια επιτροπή ειδικών (η επονομαζόμενη «επιτροπή σοφών») προκειμένου να μελετήσει το σύστημα και να εκφέρει τη γνώμη της. Η επιτροπή έκανε ακριβώς αυτό και παρουσίασε τις προτάσεις της. Ο κύριος υπουργός παρουσίασε σχέδιο ασφαλιστικού, χωρίς να υιοθετεί σχεδόν καμία από τις προτάσεις της επιτροπής. Αυτό γινόταν και παλιότερα από τους πολιτικούς, αυτό συνεχίζεται και τώρα.

Αυτό που πάει να κάνει τώρα το Υπουργείο Κοινωνικής Ασφάλισης είναι μια παραλλαγή της μεταρρύθμισης την οποία έκανε η προηγούμενη ηγεσία, μόνο που, λόγω της καθυστέρησης, είναι πλέον πιο επώδυνη, γιατί τα ελλείμματα των Ταμείων μεγάλωσαν.

Ο πυρήνας του νέου ασφαλιστικού είναι ο εξής: Πρωτίστως θεσπίζεται ένα κοινό Ταμείο για όλους. Όλοι θα δικαιούνται ένα κατώτατο ποσό σύνταξης, τη λεγόμενη εθνική σύνταξη. Το υπόλοιπο ποσό, πάνω από την εθνική σύνταξη, θα προκύπτει αναλογικά, βάσει συγκεκριμένων κανόνων (ποσοστών) αναπλήρωσης.

Αυτό σε πρώτη ανάγνωση ακούγεται θετικό. Όμως το μεγάλο ερώτημα είναι πώς θα χρηματοδοτηθεί αυτό. Ο τρόπος υπολογισμού των εισφορών που προτείνονται (κατά βάση δεν αποτελούν εισφορές αλλά φορολογία), ιδίως για τους αυτοαπασχολούμενους, μόνο βιωσιμότητα του συστήματος δεν προοιωνίζει.

Με βάση τα προτεινόμενα, αυτοί που ωφελούνται είναι όσοι έχουν εισόδημα μικρότερο των 12.000 ευρώ. Ας μην κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας. Η μέχρι τώρα εμπειρία μας απέδειξε ότι το εισόδημα που δηλώνει μια ομάδα φορολογούμενων απέχει αρκετά από το πραγματικό τους, ειδικά σε ορισμένα επαγγέλματα αυτοαπασχολούμενων και αγροτών.

Σε κάθε μεταβολή του αφορολόγητου ορίου πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες δήλωναν κάτι λιγότερα από το όριο αυτό. Άρα λοιπόν ευνοούνται η φοροδιαφυγή και η φοροαποφυγή. Αυτός είναι ο λόγος που και σε πολλές χώρες του εξωτερικού οι ασφαλιστικές εισφορές των αυτοαπασχολούμενων δεν προκύπτουν ως ποσοστό του εισοδήματός τους.

Εάν το σύστημα λειτουργήσει έτσι, αφού οι εισφορές των αυτοαπασχολούμενων θα ανεβοκατεβαίνουν και οι συντάξεις τους θα μεταβάλλονται αναλόγως, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι το ασφαλιστικό σύστημα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα θα καταρρεύσει, το χειρότερο δε, θα συμπαρασύρει και τα φορολογικά έσοδα, αφού πολλοί αυτοαπασχολούμενοι είτε θα οδηγηθούν σε συνταξιοδότηση, ή κλείσιμο, ή φοροδιαφυγή. Επίσης, εάν η φορολογική επιβάρυνση και οι ασφαλιστικές εισφορές είναι, όπως παρουσιάζονται, εξοντωτικές, σημαντικό κομμάτι της νέας γενιάς απλώς θα μεταναστεύσει, ιδιαίτερα δε οι πλέον παραγωγικοί. Ουσιαστικά τιμωρούνται οι συνεπείς φορολογούμενοι, το εισόδημα των οποίων "δημεύεται".

Για να αντιληφθούμε το πρόβλημα με απλά μαθηματικά, εάν 2.650.000 συνταξιούχοι στην Ελλάδα πάρουν από 384 ευρώ (εθνική σύνταξη) επί 12 μήνες, το ποσό που απαιτείται είναι περίπου στο 7% του ΑΕΠ, πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Εάν το ποσό αυτό καλυφθεί μόνο από εισφορές, απομένουν ελάχιστα χρήματα για την καταβολή «αναλογικής» σύνταξης, άρα και το κίνητρο καταβολής αυξημένων εισφορών θα είναι αρνητικό.

Ποια είναι τα βασικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης;

Τα βασικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης στην Ευρώπη είναι δύο. Το αναδιανεμητικό και το κεφαλαιοποιητικό.
Το αναδιανεμητικό σύστημα στηρίζεται στην αρχή των τρεχουσών πληρωμών, δηλαδή οι σημερινοί εργαζόμενοι πληρώνουν εισφορές οι οποίες δεν αφορούν τις δικές τους συντάξεις αλλά χρηματοδοτούνται οι συντάξεις όσων βρίσκονται ήδη στη σύνταξη. Όταν οι τρέχουσες εισφορές (εργαζομένων και εργοδοτών) δεν αρκούν για την κάλυψη των τρεχουσών συντάξεων, δημιουργείται έλλειμμα που καλύπτεται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του τρόπου χρηματοδότησης είναι η διαγενεακή αλληλεγγύη.

Στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα οι ασφαλισμένοι καταβάλλουν προκαθορισμένες εισφορές οι οποίες επενδύονται σε κάποιον λογαριασμό και όταν αποχωρεί από την εργασία έχει προκύψει ένα συνολικό ποσό (το άθροισμα των εισφορών και αποδόσεων). Βάσει αυτού και του προσδόκιμου ζωής του θα υπολογισθεί η σύνταξη την οποία θα πάρει ο ασφαλισμένος. Στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα οι εισφορές αποτελούν αποταμίευση του ασφαλισμένου που δεν χρησιμοποιείται για να χρηματοδοτήσει τις συντάξεις άλλων.

Οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλει ο εργαζόμενος αφορούν τον ίδιο προσωπικά. Από την άποψη αυτή το σύστημα αυτό εμφανίζεται ελκυστικό επειδή στηρίζεται στη λογική ότι οι ασφαλισμένοι αποταμιεύουν για τη δική τους σύνταξη στο μέλλον.

Αν θέλουμε να συγκρίνουμε τα δύο συστήματα, θα διαπιστώσουμε ότι τα διανεμητικά συστήματα δουλεύουν καλά όταν υπάρχουν πολλοί εργαζόμενοι και λιγότεροι συνταξιούχοι. Όταν η σχέση αυτή αντιστρέφεται, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, παρουσιάζουν μεγάλα προβλήματα και δημιουργούνται ελλείμματα, οπότε χρειάζονται προσαρμογές (περικοπές συντάξεων αύξηση ορίων ηλικίας, χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, με τις όποιες συνέπειες). Στο διανεμητικό σύστημα το ρίσκο αναλαμβάνει πρωτίστως η κοινωνία , όχι το άτομο.

Στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα ο κάθε ασφαλισμένος αναλαμβάνει το ρίσκο ο ίδιος γιατί τα χρήματά του επενδύονται σε χρηματοοικονομικά προϊόντα, η απόδοση των οποίων δεν είναι ούτε σταθερή ούτε βέβαιη. Θεωρητικά ένα τέτοιο σύστημα θα εξασφάλιζε μεγαλύτερη σύνταξη σε όποιον είχε προσφέρει περισσότερους πόρους σ' αυτό μέσω της εργασίας του.

Τι συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες;

Οι περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες έχουν μια μίξη αυτών των δύο συστημάτων. Συνήθως το κράτος παρέχει μια εθνική σύνταξη, κατά κανόνα σχετικά χαμηλή και χρηματοδοτούμενη και από τον κρατικό προϋπολογισμό. Σ΄ αυτή την κύρια σύνταξη προσθέτει μια δεύτερη, που συνήθως προκύπτει από κεφαλαιοποιητικό σύστημα.
Επειδή η γήρανση του πληθυσμού σαν πανευρωπαϊκό φαινόμενο πλήττει κυρίως τα διανεμητικά συστήματα, σταδιακά τις προηγούμενες δεκαετίες πολλές χώρες εφάρμοσαν το σύστημα της «νοητής κεφαλαιοποίησης» :

Προσπαθούν να κρατήσουν προσδιορισμένη την εισφορά και όσο είναι δυνατόν τους «κανόνες» αλλά εισάγουν στην κοινωνική τους ασφάλιση κεφαλαιοποιητικά, επενδυτικά κομμάτια.
Κυρίως τα ασφαλιστικά συστήματα στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες στηρίζονται σε τρείς πυλώνες.

Πρώτος πυλώνας:

- Βασική κρατική σύνταξη (υποχρεωτική, ανταποδοτική, ενιαία)

- Επικουρική κρατική ανάλογη του εισοδήματος σύνταξη (υποχρεωτική, ανταποδοτική)

Δεύτερος πυλώνας:

- Επαγγελματικά συνταξιοδοτικά σχήματα (προαιρετική υπαγωγή) προσφερόμενα από τον εργοδότη

Τρίτος πυλώνας:

- Προσωπικά προγράμματα συνταξιοδότησης.

Ειδικότερα, σε κάθε χώρα, συνοπτικά προβλέπονται τα εξής:

Στην Ολλανδία υπάρχει μια αρκετά χαμηλή εθνική σύνταξη αλλά οι εισφορές των εργαζομένων επενδύονται και λειτουργεί ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα που προσθέτει σημαντικά στο τελικό ποσό της σύνταξης. Επίσης στο σύστημα κοινωνικής προστασίας διακρίνονται η κοινωνική ασφάλιση και η κοινωνική βοήθεια.

Στο δεύτερο πυλώνα κοινωνικής ασφάλισης εντάσσονται τα επαγγελματικά ή συμπληρωματικά ταμεία κοινωνικής ασφάλισης τα οποία παρέχουν αποκλειστικά συντάξεις γήρατος υπό τύπον μισθού.

Πέραν των ανωτέρω, ως Τρίτος Πυλώνας, λειτουργεί και η ιδιωτική ασφάλιση. Οι εισφορές εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα.

Το μοναδικό υποχρεωτικό συνταξιοδοτικό σύστημα είναι η ασφάλιση σύνταξης γήρατος και καλύπτεται από τις εισφορές των εργαζομένων.

Η κοινωνική βοήθεια εξασφαλίζει ένα μηνιαίο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα σε όλους όσους διαμένουν νόμιμα στην Ολλανδία και έχουν ανεπαρκή οικονομικά μέσα. Το βοήθημα αυτό παρέχεται από τους Δήμους.

Το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα της Γερμανίας σε γενικές γραμμές είναι διαρθρωμένο και αυτό σε τρεις πυλώνες.

Ο Α΄ πυλώνας περιλαμβάνει την κύρια σύνταξη, καλύπτει πάνω από το 80% του πληθυσμού και χρηματοδοτείται από τις εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών.

Ο Β΄ πυλώνας περιλαμβάνει τις συμπληρωματικές ανά επιχείρηση συντάξεις (επιχειρησιακά συνταξιοδοτικά συστήματα), στηρίζονται στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, όπου ο εργοδότης, κυρίως, καταβάλλει και τις εισφορές.

Ο Γ΄ πυλώνας περιλαμβάνει την ατομική σύνταξη από την ιδιωτική ασφάλιση. Το κράτος παροτρύνει τη συμμετοχή των εργαζομένων σ' αυτά με παροχή κινήτρων (φοροαπαλλαγές).

Το Γαλλικό σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης μοιάζει με το Γερμανικό.

Το Γαλλικό σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης περιλαμβάνει και αυτό τρεις πυλώνες: Τον βασικό (κύρια ασφάλιση), τον συμπληρωματικό (επικουρική ασφάλιση) και τον υπερσυμπληρωματικό. Οι δύο πρώτοι πυλώνες είναι υποχρεωτικοί, ενώ ο τρίτος προαιρετικός.

Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα και οι εργοδότες τους συνεισφέρουν σε ένα σύστημα συντάξεων δύο πυλώνων.
Το σύστημα συνταξιοδότησης είναι αναλογικό του μισθού βάσει του οποίου καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές και της διάρκειας της μισθωτής υπηρεσίας.

Το συνταξιοδοτικό σύστημα του Ηνωμένου Βασιλείου συνίσταται σε μία συνεργασία μεταξύ του κράτους (το οποίο παρέχει την βασική κρατική σύνταξη και την κρατική ανάλογη του εισοδήματος σύνταξη), των εργοδοτών (οι οποίοι παρέχουν επαγγελματικά συνταξιοδοτικά σχήματα) και των ασφαλιστικών εταιριών (οι οποίες παρέχουν ιδιωτικές συντάξεις).

Στο Λουξεμβούργο υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση τα πρόσωπα που ασκούν μια επαγγελματική δραστηριότητα (μισθωτοί, ελεύθεροι επαγγελματίες) και οι συνταξιούχοι.

Το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης στο Λουξεμβούργο λειτουργεί με βάση το διανεμητικό σύστημα και βασίζεται στη τριμερή χρηματοδότηση εργαζόμενοι – εργοδότες – κράτος, λειτουργεί δε σε τρείς πυλώνες.

Ο πρώτος πυλώνας αντιστοιχεί στα Δημόσια εθνικά συνταξιοδοτικά συστήματα, τα οποία είναι υποχρεωτικά.

Ο δεύτερος πυλώνας αποτελείται από συμπληρωματικά συνταξιοδοτικά συστήματα οργανωμένα από τις επιχειρήσεις για το σύνολο των εργαζομένων τους, είτε απευθείας είτε μέσω συλλογικών συμβάσεων.

Ο τρίτος πυλώνας αποτελείται από ατομικά συνταξιοδοτικά προγράμματα χρηματοδοτούμενα με βάσει το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, προσφερόμενα από ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, Τράπεζες και άλλους χρηματοδοτικούς Οργανισμούς του Ιδιωτικού τομέα.

Στη Ευρώπη, το κριτήριο για συνταξιοδότηση είναι η ηλικία. Και αυτή ποικίλει από χώρα σε χώρα. Ο μέσος όρος είναι τα 65 (και για τα δύο φύλα) φθάνοντας (π.χ. στη Δανία) στα 67!

Η Δανία, δίνει υψηλότατη εθνική σύνταξη που χρηματοδοτείται από τον προϋπολογισμό και όχι από τις ασφαλιστικές εισφορές.

Η Σουηδία είναι η πρώτη χώρα που εφάρμοσε με μεγάλη διαφάνεια σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης.

Ποιές λύσεις έχουμε

Το Ασφαλιστικό – Συνταξιοδοτικό είναι το θέμα που θα έπρεπε πρώτοι εμείς να συζητήσουμε με τους Εταίρους – δανειστές, ώστε να μας βοηθήσουν στη λύση του, με τις εμπειρίες των χωρών τους.

Όπως έχουν επισημάνει πολλοί ειδικοί, σήμερα, πλέον, το ασφαλιστικό δεν λύνεται μόνο «με όρους ασφαλιστικού».

Ο χρόνος γι' αυτό τελείωσε ανεπιστρεπτί. Η ίδια η κατάσταση του ασφαλιστικού μπλοκάρει την ανάπτυξη. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι δεν υπάρχει ελπίδα να αντιμετωπιστεί το ασφαλιστικό ζήτημα χωρίς ανάπτυξη, μείωση της ανεργίας και νέες θέσεις εργασίας από τον ιδιωτικό τομέα. Οι νέες θέσεις ανεργίας αυξάνουν τον αριθμό των υπόχρεων καταβολής εισφορών, αλλά και την αναλογία των ασφαλισμένων σε σχέση με τους δικαιούχους παροχών. Όσο περισσότερο αυξάνονται τα ποσοστά ανεργίας τόσο θα διαιωνίζεται το προβληματικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης επιβαρύνοντας τόσο το κράτος όσο και τους ίδιους τους πολίτες.

Για να υπάρξουν νέες θέσεις εργασίας πρέπει να γίνουν ιδιωτικές επενδύσεις. Για να προσελκύσουμε επενδύσεις πρέπει να υπάρχουν λυμένα βασικά ζητήματα. Σταθερό πολιτικό περιβάλλον, σταθερό φορολογικό σύστημα, δραστικός περιορισμός της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς. Χωρίς αυτά, όσες μεταρρυθμίσεις και να ψηφίσουμε, απλά θα κυνηγάμε την ουρά μας.

Βεβαίως, πολλά μπορούν να γίνουν, χρειάζονται όμως παρεμβάσεις σε πολλά και παράλληλα μέτωπα, που θα φέρουν επειγόντως τη χώρα σε τροχιά ανάπτυξης. Η προτεινόμενη σήμερα μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό, δεν λύνει το πρόβλημα.

Για εξυγίανση του ασφαλιστικού συστήματος, κατάργηση των εξόφθαλμων προνομιών και μείωση των φόρων, κάνει λόγο και η πρόσφατη έκθεση του ΣΕΒ για το ασφαλιστικό σύστημα.

Σε αυτήν αναφέρει: «Μία εξυγίανση του ασφαλιστικού συστήματος, με κατάργηση των εξόφθαλμων προνομίων, μπορεί να αποτελέσει το εφαλτήριο για μία μείωση των φόρων ώστε να τονωθεί η ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα, η απασχόληση, τα εισοδήματα των εργαζομένων και, σε τελευταία ανάλυση, οι ασφαλιστικές εισφορές».

Παράλληλα, οι πολιτικές απασχόλησης και μείωσης της ανεργίας οφείλουν να συνδυαστούν με δραστική καταπολέμηση της εισφοροαπαλλαγής, της εισφοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας προκειμένου να διασφαλιστεί η νομιμότητα της εργασίας και η αποκατάσταση των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων.

Η κοινωνική ασφάλιση πρέπει να συνδυαστεί επίσης με τις δημογραφικές εξελίξεις. Πρέπει να δοθούν κίνητρα στα νέα ζευγάρια να τεκνοποιήσουν και να δημιουργήσουν οικογένεια, ώστε να αυξηθούν οι γεννήσεις και να μην καταλήξουμε σε κοινωνία γερόντων.

Η διοικητική στελέχωση των ασφαλιστικών οργανισμών πρέπει να αποτελείται από τα ικανότερα στελέχη, ενώ παράλληλα απαιτείται ολοκληρωμένη μηχανογράφηση των υπηρεσιών υγείας και κοινωνικής ασφάλισης με ένα αξιόπιστο ενιαίο σύστημα, που θα προωθεί τη βελτίωση παροχών κοινωνικής ασφάλισης και μείωση του ελλείμματος. Διασφάλιση πλήρους ελέγχου στη λειτουργία των ασφαλιστικών ταμείων με τον εκσυγχρονισμό και τη χρησιμοποίηση σύγχρονων μέσων τεχνολογίας και πληροφορικής.

Πρέπει να καταργηθούν όλες οι εξαιρέσεις και τα προνομιακά καθεστώτα. Να καταβάλλουν εισφορές και όσοι μέχρι σήμερα δεν πλήρωναν ό,τι και οι υπόλοιποι. Γενικά, να υπάρχουν κανόνες, που να δημιουργούν για ίδιες κατηγορίες, ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, αλλά και να εφαρμόζονται.

Για την απονομή της όποιας σύνταξης πρέπει να συνυπολογίζονται οι καταβληθείσες εισφορές, τα χρόνια εργασίας και ασφάλισης και τα δηλωθέντα εισοδήματα, διαχρονικά. Δεν γίνεται να είναι οι συντάξεις όσο είναι και οι αμοιβές της εργασίας ή και υψηλότερα. Κυρίως, δεν γίνεται οι αμοιβές εργασίας να είναι τόσο χαμηλές και η ανεργία τόσο υψηλή, επειδή δημιουργήσαμε πυραμίδες συνταξιοδοτήσεων που γκρεμίζουν όλη τη χώρα.

Είναι υποχρέωση της Πολιτείας η εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης για τον κάθε πολίτη της χώρας, με τη χορήγηση ενός «ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος» μέχρι αυτός να φθάσει στην ηλικία συνταξιοδότησης. Αυτό, αφ' ενός μεν του επιτρέπει να επιβιώνει, ώστε να μπορεί να αναζητήσει εργασία, αφ' ετέρου το μικρό ύψος του επιδόματος αποτελεί κίνητρο για να επιδιώξει την εύρεση εργασίας.

Από όσα αναφέρθηκαν συμπεραίνουμε ότι, τη στιγμή αυτή η αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος αποτελεί το ζητούμενο. Αυτό όμως δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι δικαιολογείται η καταβολή «πλήρους συντάξεως» σε άτομα νέα και υγιή, τα οποία βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία.

Είναι βασικό να κατανοήσουμε, ότι το ασφαλιστικό ήταν και είναι γενεσιουργός παράγοντας της μεγάλης κρίσης μας.

Η στενή σχέση του με τα δημοσιονομικά ελλείμματα, τη διόγκωση του χρέους, το δημογραφικό, την ικανότητα παραγωγής μεγέθυνσης, σημαίνει ότι αν ασφαλιστικό και μεγέθυνση δεν αντιμετωπιστούν παράλληλα, η χώρα θα μείνει σε τέλμα για πολύ. Αν το ασφαλιστικό εξακολουθεί να είναι παράγοντας κρίσης και τέλματος, ανάπτυξη που θα συμβάλει στην βελτίωση των μεγεθών του ασφαλιστικού δεν είναι εφικτή.

Δεν χωράει αμφιβολία ότι σήμερα διανύουμε περίοδο κρίσης όχι μόνο σε οικονομικό, αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο. Οι κρίσεις του κράτους πρόνοιας και του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης είναι ήδη έντονα αισθητές και πρόκειται να γίνουν ακόμα περισσότερο στις μελλοντικές γενεές. Το κράτος οφείλει άμεσα να λάβει τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να αποφευχθούν κοινωνικοοικονομικές αναταραχές, που θα οδηγήσουν σε συγκρούσεις και εξεγέρσεις.

* Ο Χρήστος Κήττας είναι Οικονομολόγος, μέλος του Λογιστικού Σύλλογος Αθηνών

Εγγραφείτε στο newsletter του
Λογιστικού Συλλόγου Αθηνών