Δεν δικαιούται αποζημίωσης ο απολυθείς λόγω διακοπής της λειτουργίας της επιχειρήσεως από ανωτέρα βία
Δεν δικαιούται αποζημίωσης ο απολυθείς λόγω διακοπής της λειτουργίας της επιχειρήσεως από ανωτέρα βία, για την οποία δεν είναι ασφαλισμένος ο εργοδότης του.
Από το περιστατικό της ανωτέρας βίας πρέπει να προκαλείται ολική και διαρκής αδυναμία του εργοδότη για αποδοχή της εργασίας του μισθωτού, ανεξάρτητα από την οικονομική του δυνατότητα.
Τέτοιο γεγονός αποτελεί και η δια νόμου απαγόρευση του αντικειμένου δραστηριότητας της επιχείρησης (Εφετείο Αθηνών 2392/2005).
Εφετείο Αθηνών 2392/2005
Περίληψη
Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης ασκείται με μονομερή δήλωση, και είναι έγκυρη, εφόσον είναι έγγραφη, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στο τηρούμενο για το ΙΚΑ μισθολόγιο ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. Το έγγραφο αρκεί να εγχειριστεί στον μισθωτό, ώστε να μπορεί να λάβει γνώση του περιεχομένου του. Η απόδειξη της εγχειρίσεως μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε νόμιμο αποδεικτικό μέσο. Αν ο εργαζόμενος αρνείται να εισπράξει την προσφερόμενη αποζημίωση, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να προβεί σε δημόσια κατάθεση του ποσού της στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Η εκ των υστέρων καταβολή της αποζημίωσης, καθιστά άκυρη την καταγγελία και η υπερημερία που επήλθε, μόνο με νέα έγκυρη καταγγελία μπορεί να αρθεί. Το ποσόν της αποζημιώσεως καθορίζεται ανάλογα με τον χρόνο διάρκειας της εργασίας στον τελευταίο εργοδότη και υπολογίζεται με βάση το σύνολο των τακτικών αποδοχών κατά τον τελευταίο πριν από την απόλυση μήνα, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, ενώ συνυπολογίζεται και η ποσοστιαία μηνιαία αναλογία των επιδομάτων εορτών, των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, που προσαυξάνει κατά το 1/6. Δεν δικαιούται αποζημίωσης ο απολυθείς λόγω διακοπής της λειτουργίας της επιχειρήσεως από ανωτέρα βία, για την οποία δεν είναι ασφαλισμένος ο εργοδότης του. Από το περιστατικό της ανωτέρας βίας πρέπει να προκαλείται ολική και διαρκής αδυναμία του εργοδότη για αποδοχή της εργασίας του μισθωτού, ανεξάρτητα από την οικονομική του δυνατότητα. Τέτοιο γεγονός αποτελεί και η διά νόμου απαγόρευση του αντικειμένου δραστηριότητας της επιχείρησης του εργοδότη.
Διατάξεις: άρθρα 174 ΑΚ, 2 [παρ. 1], 5 [παρ. 3] Ν 3198/1955, 1 [παρ. 1, 2] Ν 1082/1980, 3 [παρ. 1] ΑΝ 539/1945, 3 [παρ. 16] Ν 4504/1966.
Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης ασκείται με μονομερή δήλωση, και είναι έγκυρη, εφόσον είναι έγγραφη, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στο τηρούμενο για το ΙΚΑ μισθολόγιο ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. Το έγγραφο αρκεί να εγχειριστεί στον μισθωτό, ώστε να μπορεί να λάβει γνώση του περιεχομένου του. Η απόδειξη της εγχειρίσεως μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε νόμιμο αποδεικτικό μέσο. Αν ο εργαζόμενος αρνείται να εισπράξει την προσφερόμενη αποζημίωση, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να προβεί σε δημόσια κατάθεση του ποσού της στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Η εκ των υστέρων καταβολή της αποζημίωσης, καθιστά άκυρη την καταγγελία και η υπερημερία που επήλθε, μόνο με νέα έγκυρη καταγγελία μπορεί να αρθεί. Το ποσόν της αποζημιώσεως καθορίζεται ανάλογα με τον χρόνο διάρκειας της εργασίας στον τελευταίο εργοδότη και υπολογίζεται με βάση το σύνολο των τακτικών αποδοχών κατά τον τελευταίο πριν από την απόλυση μήνα, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, ενώ συνυπολογίζεται και η ποσοστιαία μηνιαία αναλογία των επιδομάτων εορτών, των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, που προσαυξάνει κατά το 1/6. Δεν δικαιούται αποζημίωσης ο απολυθείς λόγω διακοπής της λειτουργίας της επιχειρήσεως από ανωτέρα βία, για την οποία δεν είναι ασφαλισμένος ο εργοδότης του. Από το περιστατικό της ανωτέρας βίας πρέπει να προκαλείται ολική και διαρκής αδυναμία του εργοδότη για αποδοχή της εργασίας του μισθωτού, ανεξάρτητα από την οικονομική του δυνατότητα. Τέτοιο γεγονός αποτελεί και η διά νόμου απαγόρευση του αντικειμένου δραστηριότητας της επιχείρησης του εργοδότη. Κατά το άρθρο 5 παρ. 3 , του Ν 3198/1955, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν 2556/1997, η καταγγελία της εργασιακής σχέσεως, η οποία αποτελεί διαπλαστικό δικαίωμα, που ασκείται με μονομερή δήλωση, την οποία απευθύνει το ένα συμβαλλόμενο μέρος στο άλλο, για να του γνωρίσει την πρόθεσή του, να λήξει η μεταξύ τους συμβατική σχέση (ΑΠ 1435/2002 ΕλΔ 44,165), θεωρείται έγκυρη, εφόσον έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυομένου στο τηρούμενο για το ΙΚΑ μισθολόγιο ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι τυπική δικαιοπραξία, αφού αυτή, επί ποινή ακυρότητας (άρθρο 174 ΑΚ), πρέπει να γίνει εγγράφως, δηλαδή η δήλωση βουλήσεως του εργοδότη περί καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου. Δεν απαιτείται, όμως, το έγγραφο της καταγγελίας να επιδοθεί στο μισθωτό, προς τον οποίο απευθύνεται, με δικαστικό επιμελητή, αλλά αρκεί να εγχειριστεί σε αυτόν, ώστε να μπορεί να λάβει γνώση του περιεχομένου του. Η απόδειξη της εγχειρίσεως μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, ήτοι με έγγραφη απόδειξη παραλαβής, ομολογία και μάρτυρες, οι οποίοι θα βεβαιώνουν την παράδοση του εγγράφου στον υπό απόλυση μισθωτό (ΑΠ 876/2004 ΔΕΝ 60,1538, Εφ.Αθ. 7688/2000 ΕλΔ 43,811). Η καταγγελία μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, συναγομένη από ορισμένη συμπεριφορά αυτού που καταγγέλλει τη σύμβαση. Σιωπηρή καταγγελία, από την πλευρά του εργοδότη, συνιστά και η άρνησή του να δεχθεί την εργασία, την οποία προσηκόντως του προσφέρει ο εργαζόμενος, όταν η άρνηση συνοδεύεται από περιστάσεις, από τις οποίες αναμφίβολα προκύπτει η δήλωσή του για λύση της σύμβασης (ΑΠ 1640/2003 ΕλΔ 45,759). Η ως άνω ακυρότητα της καταγγελίας, λόγω ελλείψεως των προϋποθέσεων, τασσομένη υπέρ του μισθωτού, είναι σχετική (ΑΠ 1278/2001 ΔΕΝ 58,223, ΑΠ 1165/1999 ΔΕΝ 56,303) και συνεπώς μπορεί αυτός να παραιτηθεί (άρθρα 156 και 361 ΑΚ), ρητώς ή σιωπηρώς, από το δικαίωμά του να την προβάλει, θεωρώντας την καταγγελία έγκυρη (ΑΠ 816/2002 ΕλΔ 44,970). Ο εργαζόμενος δηλαδή έχει την ευχέρεια είτε να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και να αξιώσει την καταβολή μισθών υπερημερίας είτε να παραιτηθεί, όπως αναφέρθηκε, από το δικαίωμα προσβολής του κύρους της, να την θεωρήσει έγκυρη και να αξιώσει την καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης (βλ. Εφ.Αθ. 2342/2003 ΕλΔ 45,1483, Εφ.Αθ. 7015/1994). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν 3198/1955, η κατά το Ν 2112/1920 αποζημίωση του απολυόμενου υπαλλήλου καταβάλλεται κατά την ημέρα της λύσεως της εργασιακής σύμβασης. Ο εργοδότης, συγχρόνως με την εγχείριση της έγγραφης καταγγελίας, πρέπει να προσφέρει και να καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό την οφειλόμενη αποζημίωση. Δεν αρκεί μόνο η προσφορά του χρηματικού ποσού της αποζημίωσης στον απολυόμενο και η περιέλευση αυτού σε υπερημερία δανειστή αλλά απαιτείται πραγματική καταβολή. Αν ο εργαζόμενος αρνείται να εισπράξει την πραγματικώς και προσηκόντως προσφερόμενη αποζημίωση, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να προβεί σε δημόσια κατάθεση του ποσού της αποζημίωσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (άρθρα 427, 431 ΑΚ). Για το κύρος της καταγγελίας δεν απαιτείται η κοινοποίηση στον απολυόμενο του σχετικού γραμματίου συστάσεως παρακαταθήκης, αλλά απλώς η παράλειψή της είναι ενδεχόμενο να δημιουργήσει ευθύνη του εργοδότη προς αποζημίωση του μισθωτού για τη ζημία που υπέστη από την παράλειψη. Αν η αποζημίωση δεν καταβληθεί στον απολυόμενο ή, στην περίπτωση άρνησής του, δεν κατατεθεί δημοσίως εντός ευλόγου χρόνου, η καταγγελία είναι, όπως αναφέρθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν 3198/1955, άκυρη (ΑΠ 876/2004 ΔΕΝ 60,1538, ΑΠ 1640/2003 ΕλΔ 45,759). Η εκ των υστέρων καταβολή της αποζημιώσεως δεν καθιστά έγκυρη την καταγγελία (ΑΠ 1290/2001 ΕλΔ 43,131), η οποία θεωρείται άκυρος αφότου έγινε και η υπερημερία που επήλθε ως συνέπεια αυτής μόνο με νέα έγκυρη καταγγελία μπορεί να αρθεί. Εξάλλου, η κακή οικονομική κατάσταση του εργοδότη ως συνέπεια της οποίας έγινε η διακοπή της εργασίας δεν αποτελεί ανώτερη βία και επομένως δεν επηρεάζει την υποχρέωση για καταβολή της αποζημιώσεως (ΑΠ 585/1988 ΔΕΝ 44,1239, ΕφΑθ 6849/1992 ΕλΔ 34,195). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 3 παρ. 1 και 2 του Ν 2120/1920 και 5 παρ. 1 του Ν 3198/1955 προκύπτει, ότι το ποσό της αποζημιώσεως που οφείλεται στον υπάλληλο, του οποίου ο εργοδότης κατήγγειλε την εργασιακή σχέση, καθορίζεται ανάλογα με το χρόνο διάρκειας της σχέσης αυτής στον τελευταίο εργοδότη του, υπολογίζεται δε με βάση το σύνολο των τακτικών αποδοχών του μισθωτού κατά τον τελευταίο πριν από την απόλυσή του μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Στις πιο πάνω αποδοχές συνυπολογίζεται, ενόψει της τακτικότητας της παροχής τους, και η ποσοστιαία μηνιαία αναλογία των επιδομάτων εορτών (άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του Ν 1082/1980, άρθρα 1 και 3 της ΥΑ 19040/1981), των αποδοχών και του επιδόματος αδείας (άρθρο 3 παρ. 1 ΑΝ 539/1945, 3 παρ. 16 του Ν 4504/1966), η οποία (αναλογία) τις προσαυξάνει κατά το 1/6 (ΑΠ 546/1999 ΕλΔ 41,95, ΑΠ 72/1998 ΕλΔ 40,1339, ΑΠ 287/1994 ΔΕΝ 52,408). Η αποζημίωση πρέπει να καταβάλλεται άσχετα από το λόγο, που προκάλεσε την καταγγελία, εκτός από τις περιοριστικά αναγραφόμενες στο νόμο περιπτώσεις, όπως συμβαίνει επί υποβολής μηνύσεως για αξιόποινη πράξη και επί ανωτέρας βίας. Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 3 και 6 του Ν 2112/1920 και ιδίως της παρ. 2 του τελευταίου άρθρου, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 4 του Ν 4558/1930, που ορίζει ότι υπάλληλος απολυόμενος ένεκα διακοπής της εργασίας λόγω πυρκαγιάς ή άλλου περιστατικού ανωτέρας βίας, κατά των οποίων είναι ασφαλισμένος ο εργοδότης, δικαιούται των 2/3 της κατ’ άρθρο 3 εδάφ. αποζημιώσεως, συνάγεται ότι δεν δικαιούται της ανωτέρω αποζημιώσεως ο απολυθείς υπάλληλος, λόγω διακοπής της λειτουργίας της επιχειρήσεως από γεγονός ανωτέρας βίας, κατά του οποίου δεν είναι ασφαλισμένος ο εργοδότης του. Ως ανωτέρα βία, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, θεωρείται κάθε τυχερό και απρόβλεπτο γεγονός, το οποίο δεν είναι δυνατό να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΑΠ. Ολ. 1738/1980 ΕΕΝ 48,730) και το οποίο επιφέρει την οριστική και ολική διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης (ΑΠ 1331/2002 ΔΕΝ 59,657, Εφ. Αθ 9421/2001 ΕλΔ 43,1474). Θα πρέπει δηλαδή από το περιστατικό της ανωτέρας βίας να προκαλείται ολική και διαρκής αδυναμία του εργοδότη για αποδοχή της εργασίας του μισθωτού, ανεξάρτητα από την οικονομική του δυνατότητα. Και τούτο είτε γιατί εξέλιπε το αντικείμενο της εργασίας είτε γιατί ανατράπηκαν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για την παροχή της (βλ. Στ. Βλαστό, Η Ατομική Σύμβαση Εργασίας, σελ. 320). Τέτοιο γεγονός ανωτέρας βίας αποτελεί και η διά νόμου απαγόρευση του αντικειμένου δραστηριότητας της επιχειρήσεως του εργοδότη, το οποίο μέχρι τότε εθεωρείτο νόμιμο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, [...], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων στις 15.4.1994, ο εναγόμενος, ο οποίος διατηρούσε ατομική επιχείρηση εμπορίας και εκμετάλλευσης ηλεκτρονικών παιχνιδιών, τα οποία εισήγαγε από το εξωτερικό, τα εγκαθιστούσε σε διάφορα καταστήματα και τα συντηρούσε, προσέλαβε τον εναγόμενο, προκειμένου να εργαστεί στην ως άνω επιχείρησή του ως τεχνικός ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Παράλληλα, ο εναγόμενος εκμεταλλευόταν και δύο καταστήματα (καφετέριες), στα οποία, επίσης, είχε εγκαταστήσει και λειτουργούσε ηλεκτρονικά παιχνίδια. Ο ενάγων εργάστηκε με την παραπάνω ιδιότητα στην ως άνω επιχείρηση του εναγομένου, και ειδικότερα στον τομέα των ηλεκτρονικών παιχνιδιών αποκλειστικά, μέχρις τις 12.9.2002, οπότε ο εναγόμενος κατήγγειλε εγγράφως την ως άνω σύμβαση εργασίας, χωρίς όμως να καταβάλει ταυτόχρονα σε αυτόν και τη νόμιμη αποζημίωση. Ο εναγόμενος συνομολογεί τα ανωτέρω, ισχυρίζεται, όμως, ότι δεν έχει υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως, ενόψει του ότι η καταγγελία της ένδικης εργασιακής σχέσης έγινε λόγω διακοπής της λειτουργίας της επιχείρησής του στο τμήμα των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, όπου απασχολείτο αποκλειστικά ο ενάγων, η οποία οφείλεται σε γεγονός ανωτέρας βίας και συγκεκριμένα στο ότι με νομοθετική ρύθμιση απαγορεύτηκε ρητά η εγκατάσταση, χρήση και λειτουργία ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Πράγματι, στα τέλη του 2001 δημιουργήθηκε πολύς θόρυβος για τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, με αφορμή κυρίως το γεγονός ότι διάφορα άτομα, που εκμεταλλεύονταν τα υπάρχοντα ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά μηχανήματα παιγνίων, είχαν αποκτήσει την ικανότητα να επεμβαίνουν σε αυτά και να μετατρέπουν τα ψυχαγωγικά τεχνικά παιχνίδια σε τυχερά , με αποτέλεσμα, από τον εθισμό και τη μόνιμη σχεδόν ενασχόληση των παικτών με τα ανωτέρω παιχνίδια, αρκετοί πολίτες να υφίστανται απώλεια σημαντικών χρηματικών ποσών. Για το λόγο αυτό, με το άρθρο 2 του Ν 3037/2002, που δημοσιεύτηκε λίγο αργότερα (στις 30.7.2002), απαγορεύτηκε, γενικά, η εγκατάσταση και λειτουργία όλων των ηλεκτρικών, ηλεκτρομαγνητικών και ηλεκτρονικών τεχνικών παιγνίων. Μετά την ισχύ του ανωτέρω νόμου, η επιχείρηση του εναγομένου, η οποία, όπως και άλλες αυτού του είδους, είχε αρχίσει ήδη από την κατάθεση του σχετικού νομοσχεδίου να έχει μειωμένη δραστηριότητα, βρέθηκε σε πολύ δύσκολη οικονομική θέση, αφού εξέλιπε το αντικείμενο της εργασίας της και δεν μπορούσε πλέον να συνεχίσει τη δραστηριότητά της, δεδομένου ότι όλα τα παιχνίδια, που μέχρι τότε διέθετε νόμιμα, ήσαν πλέον εντελώς απαγορευμένα. Έτσι, συνεπεία της ανωτέρω νομοθετικής μεταβολής, επήλθε ουσιαστικά οριστική και ολική διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης του εναγομένου στον τομέα των ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Το γεγονός ότι ο εναγόμενος και μετά την ισχύ του ως άνω νόμου εξακολούθησε, να λειτουργεί και να εκμεταλλεύεται τις δύο καφετέριες, δεν αναιρεί τα ανωτέρω, αφού ο τομέας αυτός της δραστηριότητας της επιχείρησης του εναγομένου είναι εντελώς ανεξάρτητος από τον τομέα των ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Η διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης του εναγομένου στον ανωτέρω τομέα, όπου αποκλειστικά εργαζόταν ο ενάγων, συνεπεία της απαγορεύσεως από τον ανωτέρω νόμο του αντικειμένου εργασίας της, προκύπτει από τη συνεκτίμηση του όλου αποδεικτικού υλικού και ειδικότερα από την υπ’ αριθμ. .../31.3.2003 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα του εναγομένου Μ.Π. Η κατάθεση του ως άνω μάρτυρα ουδόλως αναιρείται από τις καταθέσεις των μαρτύρων του ενάγοντος, οι οποίοι όλως αόριστα κατέθεσαν ότι η επιχείρηση του εναγομένου εξακολουθεί να λειτουργεί, χωρίς όμως να διευκρινίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο, σε τι συνίσταται πλέον η δραστηριότητα της επιχείρησης, εφόσον το μέχρι τότε αντικείμενο των εργασιών της κατέστη, πράγματι, απαγορευμένο. Άλλωστε, και ο ίδιος ο ενάγων στην προσθήκη των προτάσεών του αναφέρει, ότι ο εναγόμενος προσπαθεί να βρει άλλους τρόπους της επιχείρησης, πράγμα που σημαίνει, ότι μέχρι και τη συζήτηση της εφέσεως ήταν αδύνατη οποιαδήποτε δραστηριότητα αυτής στον τομέα των ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Το μη κλείσιμο της επιχείρησης και τυπικά (με σχετική δήλωση στην εφορία κ.λπ.) και η προσπάθεια αναζήτησης άλλων δραστηριοτήτων δεν αναιρεί το πραγματικό γεγονός, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση έπαυσε ουσιαστικά η λειτουργία της επιχείρησης, που συνίστατο στην εμπορία, εγκατάσταση, συντήρηση και εκμετάλλευση ηλεκτρονικών παιχνιδιών, και ότι ο εναγόμενος, μετά την ως άνω νομοθετική ρύθμιση, περιήλθε σε διαρκή και ολική αδυναμία για αποδοχή της εργασίας του ενάγοντος. Δυνατότητα του ενάγοντος να απασχοληθεί στο διατηρούμενο τμήμα της επιχείρησης του εναγομένου, το οποίο σχετίζεται με την εκμετάλλευση των δύο καταστημάτων (καφετεριών), δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο αλλά ούτε και ο ενάγων επικαλείται την ύπαρξη τέτοιας δυνατότητας ή ότι η εργασιακή του σχέση εξαρτιόταν ή συνδεόταν με οποιονδήποτε τρόπο με τη λειτουργία του ως άνω τομέα της επιχειρήσεως του ενάγοντος. Από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται, ότι η νομοθετική απαγόρευση του αντικειμένου εργασιών της εν λόγω επιχείρησης, η οποία σύμφωνα με τις σκέψεις που προηγήθηκαν συνιστά γεγονός ανωτέρας βίας, υπήρξε η αποκλειστική αιτία της οριστικής και διαρκούς διακοπής της λειτουργίας της επιχειρήσεως του εναγομένου και δεν μπορούσε να αποτραπεί, ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, εκ μέρους του τελευταίου. Κατά συνέπεια, εφόσον η επιχείρηση του εναγομένου, μετά την ως άνω νομοθετική ρύθμιση και εξ αιτίας αυτής, διέκοψε οριστικά τις εργασίες της, δεν υποχρεούτο ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα τη νόμιμη αποζημίωση λόγω απολύσεως και επομένως η καταγγελία της συμβάσεως του ενάγοντος δεν υπήρξε άκυρη. Κατόπιν αυτού, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε σιωπηρά το αίτημα του ενάγοντος, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 12.9.2002 καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αυτού με τον εναγόμενο, ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και συνεπώς, ο μοναδικός λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος στην ουσία του. Πρέπει, λοιπόν, η έφεση να απορριφθεί κατ’ ουσίαν και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω του δυσερμηνεύτου των διατάξεων που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 , ΚΠολΔ).
www.lsa.gr